Πρόλογος:
Σαν σήμερα, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, δολοφονήθηκε ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας στη τότε πρωτεύουσα, το Ναύπλιο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, υπηρέτησε τα εθνικά συμφέροντα των Ελλήνων και δε δίστασε, να συγκρουστεί με τα κακώς κείμενα. Στο παρόν άρθρο, θα αναφερθούμε στο παρασκήνιο, το οποίο οδήγησε στη δολοφονία του Καποδίστρια
Βιογραφικά στοιχεία και η έλευση του Καποδίστρια στην Ελλάδα:
Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στη Κέρκυρα, στις 10 Φεβρουαρίου του 1776. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Πατέρας του, ήταν ο κόμης Αντώνιο Μαρία Καποδίστρια και η μητέρα του, ήταν η Αδαμαντία Γονέμη. Ο Καποδίστριας, σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Παταβίας (Πάντοβα) της Ιταλίας. Το 1797, εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του, τη Κέρκυρα και άσκησε το επάγγελμα του ιατρού – χειρούργου. Ο Καποδίστριας στα επόμενα έτη, αναμείχθηκε με τη διπλωματία και την πολιτική.
Το 1809, εντάχθηκε στη ρωσική διπλωματία, μετά από πρόσκληση του τσάρου Αλέξανδρου του Α΄ και έφτασε, μέχρι το αξίωμα του υπουργού του εξωτερικών. Στη διάρκεια της θητείας του, πέτυχε πολλές διπλωματικές επιτυχίες (η δημιουργία του κράτους της Ελβετίας). Όμως, το 1822 διαφώνησε με το τσάρο, για το θέμα της ελληνικής επανάστασης και παραιτήθηκε από υπουργός των εξωτερικών και μετέβη στην Ελβετία για τα επόμενα πέντε έτη και από εκεί βοηθούσε τον αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων. Μάλιστα, χαρακτηριστικό παράδειγμα της λιτότητας του χαρακτήρα του, ήταν ότι, κατά τη παραμονή του στην Ελβετία, ζούσε πολύ λιτά.
Το 1827 η Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία έλαβε χώρα στη Τροιζήνα, τον εξέλεξε Κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και έφτασε στο Ναύπλιο στις αρχές του 1828, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις από τον λαό. Η κατάσταση, ήταν πολύ δυσχερή. Για αυτό το λόγο, κατήργησε το υπάρχον σύνταγμα και προσπάθησε να ενισχύσει την κεντρική εξουσία, έναντι των προκρίτων και των κοτζαμπάσηδων και συγχρόνως, προσπάθησε να τους περιορίσει τα δικαιώματα, που είχαν αποκτήσει, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής (π.χ. τη συλλογή των φόρων). Αυτό, δυσαρέστησε τους προκρίτους, οι οποίοι, αφού έχασαν τα δικαιώματα, που είχαν, θεώρησαν τον Καποδίστρια αυταρχικό ηγέτη και εχθρό τους.
Παράλληλα, στον οικονομικό τομέα, έκοψε νέο νόμισμα, το φοίνικα, το οποίο αντικατέστησε του Οθωμανικό γρόσι και μ’ αυτό τον τρόπο, ενίσχυσε την ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα, ίδρυσε εθνικό νομισματοκοπείο, εθνική χρηματιστική τράπεζα και οργάνωσε τη πρώτη ταχυδρομική υπηρεσία. Όσον αφορά το δικαστικό τομέα, ίδρυσε δικαστήρια, με σκοπό την καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης, ενώ ίδρυσε και τη στατική υπηρεσία, η οποία έκανε τη πρώτη απογραφή του πληθυσμού του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Όσον αφορά το γεωργικό τομέα, ο Καποδίστριας εισήγαγε νέες καλλιέργειες, όπως τη πατάτα. Έπειτα, στον τομέα της εκπαίδευσης, ίδρυσε σχολεία και ορφανοτροφεία. Παράλληλα, ίδρυσε το Κεντρικό σχολείο, στο οποίο συνέχιζαν τις σπουδές του, όσοι μαθητές το επιθυμούσαν, ήταν σαν ένα σύγχρονο Πανεπιστήμιο και το ορφανοτροφείο της Αίγινας. Συνάμα, ίδρυσε τη Σχολή Ευελπίδων.
Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε ότι, ο Καποδίστριας αρνήθηκε να λάβει το μισθό του κυβερνήτη, που του πρότειναν, λέγοντας τα εξής λόγια: «Εφ´ όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν». Επομένως, κατανοούμε το ήθος και το χαρακτήρα, που είχε.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, αναδιοργάνωσε το στράτευμα υπό ενιαία διοίκηση, καταπολέμησε τη πειρατεία, ενώ κατάφερε να εκδιώξει από τη Στερεά Ελλάδα τους Οθωμανούς Τούρκους (μάχη της Πέτρας, 29 Σεπτεμβρίου 1829).
Σε διπλωματικό επίπεδο, κράτησε ίσες αποστάσεις απ’ όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις, διακηρύττοντας ότι, η Ελλάδα είναι ανεξάρτητο κράτος και αντιτάχθηκε στο σχέδιο μερικών Μεγάλων Δυνάμεων, το οποίο προέβλεπε την αυτονομία και όχι την ανεξαρτησία της Ελλάδας, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εν τέλει, κατάφερε να συμπεριλάβει στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, τη Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες και τις Σποράδες και μ’ αυτό τον τρόπο, στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου του 1830, υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας στο Λονδίνο, από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία.
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης:
Όπως αναφέραμε, ο Καποδίστριας σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, είχε καταφέρει να θέσει τα θεμέλια ενός κράτους. Όμως, η προσπάθεια του, να αντιμετωπίσει τα κακώς κείμενα και τις δυσλειτουργίες του νεοσύστατου κράτους, τον έφεραν αντιμέτωπο με μια μεγάλη μερίδα, των τότε προεστών και πολιτικών της εποχής.
Σ’ αυτή την ετερόκλητη αντιπολίτευση, εντάχθηκαν οι μεγαλοκοτζαμπάσηδες (οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων κ.αλ.), οι μεγαλοαστοί με τους Υδραίους (οικογένεια των Κουντουριώτηδων), οι πολιτικοί του αγγλικού και γαλλικού κόμματος, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Ιωάννης Κωλέττης, καθώς και φιλελεύθεροι διανοούμενοι, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής.
Όλοι αυτοί, του ασκούσαν σκληρή και δριμεία κριτική και τον αποκαλούσαν αυταρχικό και δικτάτορα, λόγω, της αυταρχικής πολιτικής, που ασκούσε, σύμφωνα μ’ αυτούς. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι απ’ αυτούς, ήταν δυσαρεστημένοι, επειδή ο Καποδίστριας τους είχε κόψει τα προνόμια τους, όπου, μέσω αυτών, έκαναν πολλές ατασθαλίες.
Συν τοις άλλοις, το Μάρτιο του 1831, εκδόθηκε στην Ύδρα, η εφημερίδα «Απόλλων», εκδότης, της οποίας ήτο, ο μετέπειτα πρόεδρος του δικαστηρίου, που αρνήθηκε, να υπογράψει τη θανατική καταδίκη του Κολοκοτρώνη, Αθανάσιος Πολυζωίδης. Αυτή η εφημερίδα, από το πρώτο της φύλλο, που τέθηκε σε κυκλοφορία, ασκούσε σκληρή και δριμεία κριτική στο Καποδίστρια και στη πολιτική, που εφάρμοζε και τον αποκαλούσε τύραννο. Ζητούσε σύνταγμα και δε δίσταζε, να παροτρύνει τον απλό λαό σε εξέγερση, εναντίον του υπάρχοντος πολιτεύματος, ενώ υποστήριξε ανοιχτά όλες τις επαναστατικές ενέργειες, που εκδηλώθηκαν, εναντίον του κυβερνήτη, στη Μάνη και στην Ύδρα.
Εδώ, πρέπει να αναφέρουμε ότι, ο Καποδίστριας, εκτός από εχθρούς, είχε και φίλους. Ανάμεσα στους οποίους, ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Κωνσταντίνος Κανάρης και γενικά, οι οπλαρχηγοί και όσοι, πρόσκειντο στο κόμμα των Ναπαίων, δηλαδή στο ρωσικό κόμμα. Όμως, ο Καποδίστριας σε καμία περίπτωση, δεν ήθελε η Ελλάδα να καταστεί, ένα ελεγχόμενο κράτος, από τη Ρωσία, ούτε βεβαίως από καμία άλλη Μεγάλη Δύναμη, δηλαδή την Αγγλία ή τη Γαλλία.
Εν συνεχεία, μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου του 1830 στο Λονδίνο, από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, εκλέχτηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ως βασιλιάς της Ελλάδας, ο Λεοπόλδος, αλλά, εν τέλει, δε ήρθε ποτέ στην Ελλάδα, λόγω κάποιων διαφωνιών, που προέκυψαν, όσον αφορούσε τα σύνορα του νεοσύστατου κράτους. Όμως, σύμφωνα με την εσωτερική αντιπολίτευση, η παραίτηση του Λεοπόλδου, οφειλόταν στην αλληλογραφία, που είχε μαζί του ο Καποδίστριας και τον κατηγορούσαν ότι, έδωσε μια λανθασμένη πραγματικότητα, σε ποια κατάσταση, βρισκόταν το ελληνικό κράτος.
Επιπλέον, υποστήριζαν (οι αντιπολιτευόμενοι) ότι, ήθελε (ο Καποδίστριας) να γίνει ηγεμόνας της Ελλάδας, το οποίο δεν ίσχυε. Συγχρόνως, τον Ιούλιο του 1830, ανέβηκε στο θρόνο της Γαλλίας ο Λουδοβίκος- Φίλιππος, ο οποίος ήταν ένας συνταγματικός συντηρητικός δημοκράτης. Αυτό, έδωσε αφορμή στην εξωτερική πολιτική της Γαλλίας, να ευθυγραμμιστεί με την αγγλική πολιτική και να ταχθεί, ενάντια στον κυβερνήτη. Επομένως, ο Καποδίστριας είχε πλέον εχθρούς, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Οι εξεγέρσεις στη Μάνη και στην Ύδρα και η ανατίναξη του στόλου:
Στα τέλη του 1830, έλαβε χώρα στη Μάνη, εξέγερση εναντίον του Καποδίστρια, η οποία υποκινήθηκε από την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων. Ο Πετρόμπεης και η οικογένεια του, είχαν ζητήσει ένα αρκετά μεγάλο ποσό για τις υπηρεσίες, που είχαν προσφέρει, στη διάρκεια της επανάστασης του 1821, καθώς και να τους επιτραπεί ξανά, να έχουν τα προνόμια, που είχαν, την περίοδο της τουρκοκρατίας, δηλαδή να συλλέγουν τους φόρους.
Ο Καποδίστριας αρνήθηκε και εκδηλώθηκε ανταρσία εναντίον του. Όμως, μετά από συντονισμένες κινήσεις της καποδιστριακής παράταξης, ο Κανάρης συνέλαβε το Πετρόμπεη και τον προφυλάκισε στο Ιτς-Καλέ του Ναυπλίου, για να δικαστεί για την υποκίνηση της εξέγερσης.
Εισελθόντας στο 1831, η κατάσταση ήταν τεταμένη. Η αντικαποδιστριακή παράταξη, προσπαθούσε να υποκινήσει τον απλό λαό σε μια γενικευμένη εξέγερση, για να προκαλέσει αστάθεια και μ’ αυτό τον τρόπο, να διασαλευτεί η κοινωνική συνοχή. Από την άλλη πλευρά, ο Καποδίστριας γινόταν πιο αυστηρός, για να αποτρέψει μία ενδεχόμενη γενικευμένη σύρραξη.
Στα τέλη Μαρτίου του 1831, είχαν συγκεντρωθεί στην Ύδρα όλη η αντικαποδιστριακή παράταξη. Αρκετοί πρόκριτοι του Μοριά, η οικογένεια Κουντουριώτη, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Μαυροκορδάτος κ.αλ. Όλοι συμφώνησαν να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία της Ύδρας από το νεοσύστατο κράτος και διόρισαν μια επιτροπή, η οποία θα συντόνιζε τον αγώνα τους. Μέλη αυτής της επιτροπής, ήσαν ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Γεώργιος Κουντουριώτης, ο Αντώνης Κριεζής, ο Δημήτρης Βούλγαρης κ.αλ. Η κατάσταση ήταν ρευστή και όλα έδειχναν, πως το νεοσύστατο κράτος κατευθυνόταν σ’ έναν νέο εμφύλιο. Όμως, ο Καποδίστριας δεν έστειλε στόλο στην Ύδρα, για να καταστείλει την εξέγερση, θεωρώντας ότι, δεν ήταν σίγουρο αν ο στόλος και τα πληρώματα, υπάκουαν στις διαταγές του.
Στις 15 Ιουνίου του 1831, έφτασαν στο Ναύπλιο από την Ύδρα, ο Κουντουριώτης, ο Μαυροκορδάτος και ο Μιαούλης και αφού, αγνόησαν το Καποδίστρια, συναντήθηκαν με τους αντιπρεσβευτές των τριών συμμαχικών δυνάμεων, στους οποίους τόνιζαν ότι, ο κυβερνήτης ενεργούσε αντισυνταγματικά. Τότε, οι τρεις αντιπρεσβευτές κατανόησαν ότι, έπρεπε να παρέμβουν, ώστε να επιλυθεί το ζήτημα, που είχε δημιουργηθεί.
Συγχρόνως, ο Καποδίστριας διαμαρτυρήθηκε εντόνως, στους αντιπροσώπους των τριών χωρών και συνάμα, τους προσκαλούσε να τον βοηθήσουν, για να καταστείλει την εξέγερση.
Οι τρεις πρέσβεις, δηλαδή ο Ρουάν της Γαλλίας, ο Ρούκμαν της Ρωσίας και ο Ντώκινς της Αγγλίας, τον διαβεβαίωσαν ότι, θα του παρείχαν βοήθεια, αλλά του τόνισαν, να μη μεταχειριστεί βίαια μέσα, αντίθετα ειρηνικά. Ταυτόχρονα, οι εξεγερμένοι της Ύδρας, προσεταιρίστηκαν τον οπλαρχηγό Τσάμη Καρατάσο και συν τοις άλλοις, πολλοί προεστοί από τη Πελοπόννησο, κατέφυγαν στην Ύδρα και συντάχθηκαν με τους υπόλοιπους αντικαποδιστριακούς.
Τον Ιούλιο του 1831, το κλίμα ήταν τεταμένο. Ο Καποδίστριας διέταξε, να συγκεντρωθεί ο στόλος στο Πόρο, όπως και έγινε. Είχαν συγκεντρωθεί, η φρεγάτα «Ελλάς», οι κορβέτες «Ύδρα», «Νήσος των Σπετσών» και «Εμμανουήλ», καθώς και άλλα μικρά πλοία. Παράλληλα, μόλις πληροφορήθηκαν στην Ύδρα ότι, συγκεντρώθηκε ο στόλος στο Πόρο, αποφάσισαν να μεταβούν στο Πόρο και να καταλάβουν το στόλο.
Αυτή την ιδέα, την είχε ο Μαυροκορδάτος και την υιοθέτησαν και οι υπόλοιποι. Πράγματι, οι Υδραίοι με το Μιαούλη μετέβησαν στο Πόρο και κατέλαβαν το στόλο. Τότε, ο Καποδίστριας ζήτησε από τους πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, να τον βοηθήσουν, ώστε να καταστείλει την εξέγερση. Όμως, επειδή ο Άγγλος και Γάλλος ναύαρχος απουσίαζαν από το Ναύπλιο, απευθύνθηκε προς το Ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ και εκείνος δέχτηκε.
Στις 16 Ιουλίου, ο Ρώσος ναύαρχος έφτασε στο Πόρο και έκλεισε τη βορεινή είσοδο του κόλπου. Μέχρι τα τέλη του μήνα, προσπαθούσαν οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, να βρουν μια συμβιβαστική λύση, αλλά αυτό δεν επετεύχθη.
Όταν ο Μιαούλης, αρνήθηκε να παραδώσει το στόλο, αφού ο Μαυροκορδάτος του είχε τονίσει ότι, προτιμούσε να καταστραφεί ο εθνικός στόλος, παρά να περιέλθει ξανά στον έλεγχο του Καποδίστρια, ο ρωσικός στόλος, άρχισε να βομβαρδίζει τα επαναστατημένα πλοία των Υδραίων, τους οποίους, υποστήριζαν εμμέσως πλην σαφώς, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι. Τότε, ο Μιαούλης πήρε μια τρομερή απόφαση. Αποφάσισε να ανατινάξει το στόλο, όπερ και εγένετο. Ανατίναξε τις φρεγάτες «Νήσου των Σπετσών», «Ελλάς» και τη κορβέτα «Ύδρα». Μ’ αυτό τον τρόπο, καταστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού στόλου, για τον οποίο είχαν διατεθεί μεγάλα ποσά και το κλίμα παρέμενε πολωμένο και διχαστικό.
Τα γεγονότα και η ανάμειξη της Αγγλίας και της Γαλλίας, μέχρι τη δολοφονία:
Έπειτα, την ανατίναξη του στόλου, ο Καποδίστριας απέκλεισε την Ύδρα με τη συνδρομή του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ, ενώ ο Άγγλος ναύαρχος Λάιονς και ο Γάλλος Λαλάντ δήλωσαν ότι, θα βοηθούσαν το κυβερνήτη, αυτοί παρείχαν βοήθεια στους Υδραίους. Επιπρόσθετα, υποκίνησαν ξανά εξέγερση στη Μάνη, την οποία, όπως αναφέραμε, την είχε καταστείλει η καποδιστριακή παράταξη. Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε ότι, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, θεωρούσαν ότι, η επιρροή, που είχε η Ρωσία στην Ελλάδα, οφειλόταν κυρίως, στο Καποδίστρια, οποίος είχε διατελέσει υπουργός εξωτερικών της.
Αλλά, αυτό δεν ίσχυε σε καμία περίπτωση, αφού ο Καποδίστριας, εκτός των άλλων, είχε αρνηθεί να πάρει αποζημίωση από το τσάρο (που είχε διατελέσει υπουργός εξωτερικών), για να μη του προσάψουν κατηγορίες ότι, δηλαδή, ήταν ρωσόφιλος και εξυπηρετούσε τα ρωσικά συμφέροντα.
Στη συνέχεια, το Σεπτέμβριο του 1831, η κατάσταση παρέμενε ίδια. Συγχρόνως, υπήρχαν φήμες ότι, ο Καποδίστριας θα δολοφονείτο. Τα δύο αδέλφια του, ο Αυγουστίνος και ο Βιάρος, πολλάκις του είχαν πει να προσέχει. Την ίδια ανησυχία, εξέφρασε και ο Ελβετός φίλος και τραπεζίτης του Καποδίστρια, Εϋνάρδος, οποίος στα μέσα του Σεπτεμβρίου, του έστειλε ένα γράμμα και του δήλωσε ότι, έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός.
Ο Καποδίστριας, του απάντησε με μία άκρως συγκινητική φράση, η οποία δείχνει το ήθος του: «προτιμώ τον θάνατον, παρά να απατήσω λαόν, εμπιστεύσαντα την τύχη τους, εις την αφοσίωσιν μου».
Στις 14 Σεπτεμβρίου, ο Καποδίστριας απέστειλε διάβημα διαμαρτυρίας προς τη Γαλλία και την Αγγλία, κατηγορώντας τους, εμμέσως πλην σαφώς, ότι, δε κράτησαν ουδέτερη στάση, ενεπλάκησαν στα εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδας και ότι, υποκίνησαν την εξέγερση στην Ύδρα.
Έπειτα, έγινε μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Καποδίστρια. Δωροδόκησαν τον καμαριέρη του, να του ρίξει δηλητήριο στο καφέ του. Όμως, εκείνος το μετάνιωσε και το είπε στο κυβερνήτη. Στο Ναύπλιο, όλοι οι φίλοι του τον προειδοποιούσαν. Ακόμη, ο ντελάλης του Ναυπλίου του είπε να προσέχει, επειδή θα τον σκότωναν.
Την ίδια στιγμή, ο αδελφός και γιος του Πετρόμπεη, Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, οι οποίοι είχαν υποκινήσει νέα εξέγερση στη Μάνη, μαζί με τους Άγγλους και τους Γάλλους, μετέβησαν στο Ναύπλιο, που επρόκειτο, να γίνει η δίκη του Πετρόμπεη. Στις 26 Σεπτεμβρίου, ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ, προσπάθησε να συμβιβάσει το Καποδίστρια με το Πετρόμπεη, αλλά αυτό δεν επετεύχθη, επειδή ο Καποδίστριας νευριασμένος, για κάποιο δημοσίευμα του ξένου τύπου, που τον αποκαλούσε τύραννο, δε δέχτηκε να τον δει. Τότε, ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος, μόλις είδαν το Πετρόμπεη φυλακισμένο, θύμωσαν πολύ.
Η δολοφονία:
Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, ημέρα Κυριακή, ο Καποδίστριας ξεκίνησε από την οικία του το πρωί, για να μεταβεί στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Συνοδευόταν από τους δύο φρουρούς του, το Γεώργιο Κοζώνη, από τη Κρήτη, ο οποίος είχε χάσει το δεξί του χέρι και το Δημήτριο Λεωνίδα από τη Τρίπολη. Είχε φορέσει το τσόχινο παλτό του, το καπέλο του και τα γάντια, τα οποία κρατούσε στα χέρια του.
Στη διαδρομή, συναντήθηκε τυχαία με τους δύο δολοφόνους του, το Κωνσταντίνο και το Γεώργιο Μαυρομιχάλη, οι οποίοι ξαφνιάστηκαν, μόλις τον είδαν και τον χαιρέτησαν. Το ίδιο, έκανε και ο Καποδίστριας. Έπειτα, οι Μαυρομιχαλαίοι περπάτησαν έως την εκκλησία. Ο Κωνσταντίνος στάθηκε στα δεξιά της πόρτας της εκκλησίας και ο Γεώργιος στα αριστερά. Μαζί τους, ήταν και οι δύο σωματοφύλακες του, ο Αντρέας Γεωργίου και ο Γιάννης Καραγιάννης, οι οποίοι είχαν μυηθεί και αυτοί στη συνωμοσία.
Συνάμα, έξω από την εκκλησία βρίσκονταν, εκτός των τεσσάρων προαναφερθέντων, δύο ξένοι περιηγητές, ο λοχαγός Κουτσιαφόπουλος, ο οποίος επέστρεφε στην οικία του, ένας άγνωστος φουστανελοφόρος, ένας ζητιάνος και η Παρασκευούλα, μια γυναίκα, της οποίας το σπίτι, βρισκόταν απέναντι από την εκκλησία και εκείνη τη στιγμή, βρισκόταν στο παράθυρο του σπιτιού της.
Εικόνα 3:
Αναπαράσταση της δολοφονίας του Ιωάννη Καποδίστρια
Μετά από λίγο, στις 6 και 30 έφτασε στην εκκλησία ο αστυνόμος Γούτος. Στις 6 και 35, έφτασε και ο Καποδίστριας. Μόλις είδε, το Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη κοντοστάθηκε και υποψιάστηκε. Τότε, έβγαλε την ταμπακιέρα του και ρούφηξε λίγο ταμπάκο. Έπειτα, έριξε μια ματιά στο σπίτι του Παναγιώτη Ρόδιου, που ήταν ο υπουργός στρατιωτικών.
Μετά, έφτασε στη εκκλησία, όπου έβγαλε το καπέλο του και όταν πέρασε το Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και πήγε, να πατήσει το σκαλοπάτι, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, τον άρπαξε και τον πυροβόλησε, εξ επαφής στο κεφάλι και ειδικότερα, στη βάση του κρανίου, δηλαδή πίσω από το δεξί αυτί, λέγοντας του, (ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης στον Ιωάννη Καποδίστρια): «και γω κακά χερόβολα και συ κακά δεμάτια».
Την ίδια στιγμή, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, του έχωσε το μαχαίρι του, στο δεξιό βουβώνα και ο Καραγιάννης, ό ένας από τους σωματοφύλακες των Μαυρομιχαλαίων, πυροβόλησε τους φρουρούς του κυβερνήτη, αλλά η σφαίρα χτύπησε το Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας ήταν νεκρός.
Εικόνα 4: Οι δολοφόνοι του Ιωάννη Καποδίστρια, στα αριστερά ο Κωνσταντίνος και στα δεξιά ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης
Στη συνέχεια, οι Μαυρομιχαλαίοι και οι δύο σωματοφύλακες τους, έτρεξαν, για να φτάσουν στη θάλασσα του Ναυπλίου, αφού πέρασαν ένα νεόκτιστο σπίτι. Ο Κοζώνης, ξάπλωσε το Καποδίστρια στο έδαφος και σύμφωνα, με τον αγωνιστή Νικόλαο Σπηλιάδη, φέρεται να είπε: «Σε σκότωσαν, κυβερνήτη μου». Αμέσως, άρχισε να καταδιώκει τους δολοφόνους.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης και οι δύο σωματοφύλακες, κατάφεραν να ξεφύγουν, αλλά ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης τραυματίστηκε, αφού το πυροβόλησε στη πλάτη, ο Κοζώνης. Ύστερα, όντας λαβωμένος, προσπάθησε να σηκωθεί και να τρέξει, αλλά, τότε δέχτηκε και δεύτερο πυροβολισμό, από το Σουλιώτη οπλαρχηγό Φωτομάρα, ο οποίος βγαίνοντας στο μπαλκόνι του σπιτιού, μόλις τον είδε και αφού, άκουσε το Κοζώνη να λέει: «σκότωσε το κυβερνήτη», τον πυροβόλησε. Δε μπόρεσε να σηκωθεί. Τότε, μαζεύτηκαν γύρω του στρατιώτες, αλλά και απλοί πολίτες, οι οποίοι, μόλις έμαθαν για τη δολοφονία του Καποδίστρια, άρχισαν να τον χτυπούν, να τον κλωτσούν και να τον χλευάζουν. Μετά, τον έσυραν ως τη πλατεία, όπου απεβίωσε το απόγευμα. Τη σορό του, τη πέταξαν στη θάλασσα, όπου μετά από τρεις ημέρες, ένας Μανιάτης, τη βρήκε και τον έθαψαν.
Από την άλλη πλευρά, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, όπου οι Γάλλοι τον παρέδωσαν στις ελληνικές αρχές, την επόμενη ημέρα, ύστερα από τη συγκέντρωση των απλών πολιτών του Ναυπλίου, έξω από τη γαλλική πρεσβεία. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης δικάστηκε και εκτελέστηκε, μετά από λίγες ημέρες, ως υπαίτιος για τη δολοφονία του Καποδίστρια.
Όταν ο απλός λαός του Ναυπλίου, έμαθε για τη δολοφονία του Καποδίστρια, στεναχωρήθηκαν πολύ. Αντίθετα, στην Ύδρα οι αντιπολιτευόμενοι χάρηκαν για τη δολοφονία, του «τυράννου», όπως αποκαλούσαν τον Καποδίστρια. Η εφημερίδα «Απόλλων», εξέφραζε τη χαρά της και μετά τη δολοφονία, δε ξανά έκδωσε κανένα φύλλο. Έπειτα, ορίστηκε μια τριμελής επιτροπή, η οποία αποτελείτο από τον Αυγουστίνο, αδελφό του Καποδίστρια, το Κολοκοτρώνη και το Κωλέττη, οι οποίοι ανέλαβαν τη διακυβέρνηση του κράτους, αλλά η Ελλάδα είχε εισέλθει ξανά, σε μια περίοδο αναρχίας.
Ποιοι ήταν οι ηθικοί αυτουργοί:
Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε ότι, υπάρχουν ορισμένες θεωρίες και ένα παρασκήνιο, για το ποιοι, ήσαν οι ηθικοί αυτουργοί, της δολοφονίας του Ιωάννη Καποδίστρια. Ορισμένοι ιστορικοί, υποστηρίζουν ότι, ο Γάλλος πρέσβης Ρουάν και ο Άγγλος πρέσβης Ντώκινς, υπακούοντας τις διαταγές των κυβερνήσεων τους, υποκίνησαν τους Μαυρομιχαλαίους στο να διαπράξουν τη δολοφονία, ενώ μερικοί άλλοι, το αμφισβητούν. Σύμφωνα, με κάποιες ιστορικές πηγές, ο Καποδίστριας, όπως αναφέραμε δεν ήταν αρεστός, ούτε στη Γαλλία, αλλά ούτε στην Αγγλία, που τον θεωρούσαν όργανο της ρωσικής πολιτικής (και είχαν υποκινήσει τις εξεγέρσεις στη Μάνη και στην Ύδρα) και ήτο, σύμφωνα μ’ αυτούς (τους Γάλλους και τους Άγγλους), που είχε αντιταχθεί ενάντια στα συμφέροντα, που είχαν στον ελλαδικό χώρο.
Εδώ, πρέπει να αναφέρουμε ότι, οι αντικαποδίστριακοι, θεωρούσαν τη δολοφονία του, μια τυραννοκτονία, δηλαδή ότι, ο Καποδίστριας κυβερνούσε αυταρχικά. Παρ’ ότι, ο Καποδίστριας είχε ένα συγκεντρωτικό τρόπο στη διακυβέρνηση του κράτους, ο ίδιος ποτέ δεν υπήρξε τύραννος και δεν υιοθέτησε τις απολυταρχικές ιδέες. Απλά, το απαιτούσε η εποχή και οι συνθήκες, οι οποίες είχαν δημιουργηθεί εκείνη την εποχή στην Ελλάδα.
Επιπρόσθετα, ο ίδιος ο Καποδίστριας γνώριζε για τα σχέδια της ανατροπής του και αυτό φαίνεται, από μια επιστολή, που έστειλε, στο Γάλλο ναύαρχο Λαλάντ, στις 31 Ιουλίου, δηλαδή, λίγες ημέρες μετά την ανατίναξη του στόλου από τον Μιαούλη. Στην επιστολή, ο κυβερνήτης ανέφερε τα εξής: «Αν έκοπτα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες» δυνάμεις, τούτο θα ήτο εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στην συνείδησιν μου και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους».
Επιπλέον, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του αγωνιστή της επανάστασης του 1821, Νικολάου Κασομούλη, ο οποίος ήταν παρών στο λιντσάρισμα του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη, αναφέρει (ο Κασομούλης) ότι, καθώς τον χτυπούσαν το Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, αυτός (ο Μαυρομιχάλης), είπε: «Δεν πταίω εγώ, στρατιώται, άλλοι μ’ έβαλαν».
Συγχρόνως, όταν ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, είπε: «Σκοτώσαμε τον τύραννο». Αυτό, μας προκαλεί εντύπωση, δηλαδή, γιατί να μεταβεί (στη γαλλική πρεσβεία), αμέσως μετά τη δολοφονία, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης και να πει, τη παραπάνω φράση. Επιπρόσθετα, μετά από αρκετά χρόνια, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης δήλωσε για τη δολοφονία του Καποδίστρια τα εξής: «Ανάθεμα τους Αγγλογάλλους, που ήταν η αιτία, να χάσω τους δικούς μου και η πατρίδα, να χάσει το Καποδίστρια, που δε θα τον μεταβρεί».
Συγχρόνως, ο ένας από τους δύο αδελφούς του Καποδίστρια, Αυγουστίνος, δήλωσε σ’ ένα Γερμανό λόγιο, τον Friedrich Thiersch, λίγα έτη αργότερα, για τη δολοφονία του κυβερνήτη, τα εξής λόγια: «Ναι, κύριε, η Γαλλία και η Αγγλία είναι που δολοφόνησαν τον αδελφό μου».
Όλα αυτά, μας προβληματίζουν εντόνως και οι συμπτώσεις είναι πολλές. Όλα μας δείχνουν ότι, ο Ιωάννης Καποδίστριας, δεν ήταν καθόλου αρεστός και είχε αντιταχθεί στα ξένα συμφέροντα και υπερασπιζόταν, μόνο τα συμφέροντα της Ελλάδας και του ελληνικού λαού. Πάντως, το σίγουρο είναι ότι, ο Καποδίστριας, ήθελε πραγματικά να γίνει ανεξάρτητο κράτος η Ελλάδα, χωρίς να έχει εξαρτήσεις ούτε από τη Γαλλία, ούτε από την Αγγλία και ούτε από τη Ρωσία.
Επίλογος:
Συμπερασματικά, ο Ιωάννης Καποδίστριας, υπήρξε μια μεγάλη προσωπικότητα της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας. Υπήρξε ένας ευφυής διπλωμάτης, με οξυδερκή νου. Ήταν απλός άνθρωπος, τίμιος, ο οποίος ζούσε λιτά σ’ όλη τη ζωή του. Ως κυβερνήτης της Ελλάδας, έθεσε τα θεμέλια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, εισήγαγε πολλές καινοτομίες και μεταρρυθμίσεις σ’ όλους τους τομείς. Δε δίστασε, να αντιπαρατεθεί και να συγκρουστεί με τα εγχώρια, αλλά και τα ξένα συμφέροντα (Γαλλία και Αγγλία), που λυμαίνονταν την Ελλάδα, τα οποία κατάφεραν να τον εξοντώσουν. Όπως είπε, ο Γερμανός ποιητής Γκαίτε, με τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, δολοφονήθηκε και η Ελλάδα, δηλαδή αν δεν είχε δολοφονηθεί, η Ελλάδα θα ήταν τελείως διαφορετική σ’ όλους τους τομείς.
Βιβλιογραφία:
1) Δημ. Φωτιάδης, «Η Επανάσταση του 21», Αθήνα 1977.
2) Εκ. Ιωάννου, «Η δολοφονία του Καποδίστρια και το σκοτεινό παρασκήνιο», Αθήνα 2024.
Επιμέλεια: Βαγγέλης Κούλης για το Hondos News