Πρόλογος:
Η άλωση της Τριπολιτσάς, η οποία έλαβε χώρα στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821, αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της επανάστασης του 1821. Η πολιορκία διήρκησε περίπου έξι μήνες, στη διάρκεια, της οποίας, διεξήχθησαν σκληρές μάχες, πέριξ της Τρίπολης, καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας έως την κατάληψη της πόλης.
Η εξέλιξη της πολιορκίας:
Η πολιορκία, άρχισε το Μάιο του 1821. Στις 12-13 Μαίου, διεξήχθη η μάχη στο Βαλτέτσι, όπου οι Έλληνες νίκησαν τις στρατιωτικές δυνάμεις του Μουσταφάμπεη και του Ρουμπή και κατέγραψαν τη πρώτη νικηφόρα μάχη. Στη συνέχεια, στις 18 Μαίου, οι Έλληνες επαναστάτες με επικεφαλής το Νικηταρά (Νικήτα Σταματελόπουλο), νίκησαν ξανά τις οθωμανικές δυνάμεις στα Δολιανά (οικισμός εγγύς της Τρίπολης). Μ’ αυτό τον τρόπο, ο κλοιός έσφιγγε γύρω από τηΤρίπολη.
Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε ότι, γύρω από τη Τρίπολη είχαν συγκροτηθεί αρκετά στρατόπεδα των Ελλήνων επαναστατών. Στους Αγίους Θεοδώρους, υπήρχε το στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη, στην ίδια πλευρά, δηλαδή στα δυτικά της Τρίπολης, βρισκόταν το στρατόπεδο του Αγίου Βλάση και βόρεια, υπήρχαν το στρατόπεδο στην Αγία Παρασκευή και της επάνω Χρέπας. Στα ανατολικά της πόλης, είχαν συγκροτηθεί στρατόπεδα από Κυνουραίους, Μονεμβασίτες και Μανιάτες, στους οικισμούς Ρίζες, Βερτσοβά και Στενό, ενώ βορειότερα προς το βουνό καπνίστρα, υπήρχε το στρατόπεδο των Αργείων.
Από τον Ιούνιο του 1821, άρχισε να οργανώνεται καλύτερα η πολιορκία. Ο Κολοκοτρώνης είχε πει στους Έλληνες πολιορκητές, να κατασκευάσουν προμαχώνες κοντά στα στρατόπεδα και να συγκεντρώσουν τρόφιμα και άλλα εφόδια, που ήταν απαραίτητα για την επικείμενη πολιορκία. Οι κάτοικοι των γειτονικών οικισμών, που βρίσκονταν εγγύς της Τρίπολης, τροφοδοτούσαν τους Έλληνες επαναστάτες. Συγχρόνως, οι κάτοικοι του χωριού Δημητσάνας (οικισμός του νομού Αρκαδίας), παρήγαν 500 κιλά πυρίτιδα κάθε μέρα, από τους μπαρουτόμυλους, που υπήρχαν στη Δημητσάνα και τροφοδοτούσαν με μπαρούτι τους πολιορκητές, που ήταν πολύ απαραίτητο.
Στα τέλη Ιουνίου, έφτασε στο Μοριά, ο Δημήτριος Υψηλάντης. Οι οπλαρχηγοί και οι απλοί κάτοικοι τον υποδέχτηκαν θερμώς. Από την άλλη πλευρά, οι Τούρκοι αποθαρρύνθηκαν, επειδή θεώρησαν ότι, επίκειται ρωσική βοήθεια προς τους Έλληνες επαναστάτες, αλλά κάτι τέτοιο, δεν ίσχυε. Στις 2 Ιουλίου, έφτασε στα Τρίκορφα ο Υψηλάντης και μαζί μ’ αυτόν, ήρθαν και άλλοι οπλαρχηγοί, όπως ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και ο Δημήτριος Πλαπούτας, για να συνδράμουν στην πολιορκία. Οι επαναστάτες έφτασαν τους 7.000 και τις παραμονές της άλωσης, ξεπέρασαν τους 10.000.
Στη δεξιά πλευρά της παράταξης, είχαν συγκεντρωθεί 1.500 Αρκάδες και Μανιάτες, υπό το Παναγιώτη Γιατράκο, ενώ στους πρόποδες του βουνού της Σιλίμνας, είχαν τοποθετηθεί 800 Μανιάτες, υπό την ηγεσία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλης. Επιπλέον, υπήρχαν και άλλες δυνάμεις των Ελλήνων, οι οποίοι είχαν καταλάβει επίκαιρες θέσεις, όπως ο Νικηταράς με τους άνδρες του, που βρίσκονταν στο δρόμο, που οδηγούσε προς το Άργος, ενώ άλλο τμήμα των επαναστατικών δυνάμεων, είχε καταλάβει δρόμο, που οδηγούσε προς το Λεοντάρι (οικισμός του νομού Αρκαδίας). Ταυτόχρονα, τοποθετήθηκαν ένοπλα στρατιωτικά σώματα στις διαβάσεις της Μεγαρίδας, υπό τους Πάνο Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικόλαο Πετιμεξά, Ηλία Μαυρομιχάλη κ.αλ., για να αποφευχθεί μία ενδεχόμενη τουρκική ενίσχυση, από τη Στερεά Ελλάδα.
Εδώ, πρέπει να τονίσουμε ότι, το τείχος, το οποίο περιέκλειε τη Τριπολιτσά, είχε περίμετρο 3.500 μέτρα, το ύψος του έφτανε τα 5,5 μέτρα, περιέκλειε μια έκταση 1.320.000 τ.μ. και διέθετε επτά πύλες. Οι Οθωμανοί είχαν στη διάθεση τους 30 πυροβόλα, εκ των οποίων τα 18, ήσαν σ’ άριστη κατάσταση, εν’ αντιθέσει με τους Έλληνες, οι οποίοι δεν είχαν. Εκτός από τα πυροβόλα των τειχών, υπήρχαν και άλλα στη Μεγάλη Ταπιά, που ήταν ένα μικρό φρούριο, το οποίο είχε κατασκευαστεί πάνω σ’ ένα ύψωμα, που βρισκόταν εγγύς στη νοτιοδυτική γωνία του τείχους. Υπολογίζεται ότι, ο συνολικός αριθμός των μάχιμων Τούρκων, που βρίσκονταν εντός της πόλεως, ήταν 10.000. Όμως, παρ’ ότι, η Τρίπολη είχε αποκλειστεί πλήρως, οι πολιορκητές δεν είχαν καταφέρει να σημειώσουν καμία επιτυχία, στη πολιορκία της πόλης.
Η μάχη της Γράνας:
Στις αρχές Αυγούστου, ο Κολοκοτρώνης, για να αντιμετωπίσει την αδυναμία, που είχε ο ελληνικός στρατός, όσον αφορά την έλλειψη πυροβόλων, αποφάσισε να σκαφτεί μια μεγάλη οχυρωματική τάφρο ή γράνα, η οποία θα εκτεινόταν από το στενό, ανάμεσα στο Μύρτικα (ορεινή προεκβολή του Μαινάλου) έως στα αμπέλια της Καπνίστρας. Μ’ αυτό τον τρόπο, θα παρεμποδιζόταν μια ενδεχόμενη διαφυγή των Οθωμανών Τούρκων, προς το Λεβίδι και τα Καλάβρυτα, όπερ και εγένετο.
Το βράδυ της 9ης προς την 10η Αυγούστου, 6.000 Τούρκοι πεζοί και ιππείς, υπό το Μουσταφάμπεη, εξήλθαν από την Τρίπολη και κατευθύνθηκαν προς τον οικισμό του Ζευγολατιού και των γύρω οικισμών. Σκοπός τους, ήταν να λεηλατήσουν τα χωριά της περιοχής, να πάρουν τα απαραίτητα τρόφιμα και πολεμοφόδια και να επιστρέψουν ξανά στη Τρίπολη. Συγχρόνως, ο αδελφός του Μουσταφάμπεη, Αλή Βεγής, εξήλθε από την Τρίπολη, για να εξασφαλίσει την ομαλή επιστροφή του αδελφού του, εντός της πόλεως.
Μόλις αντιλήφθηκε, ο Κολοκοτρώνης την έξοδο των Τούρκων, διέταξε τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς να καταλάβουν τη γράνα. Οι οπλαρχηγοί Αθανάσιος Κίντζιος, ο Δημήτριος Δεληγιάννης, ο Ζανέτος Χριστόπουλος και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, κατέλαβαν τη γράνα. Οι Έλληνες επαναστάτες βρέθηκαν, μεταξύ δύο τουρκικών ένοπλων σωμάτων. Τότε, ο Γέρος του Μοριά χώρισε τους Έλληνες σε δύο τμήματα, τα οποία ήταν τοποθετημένα πλάτη με πλάτη και άρχισαν να αποκρούουν τις τουρκικές επιθέσεις. Αυτή η τακτική ονομάστηκε, «δίζυγο πυρ».
Οι Τούρκοι φοβούμενοι μήπως, εγκλωβιστούν έξω από τα τείχη της πόλης, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να περάσουν τη γράνα. Αρκετοί, κατάφεραν να τη περάσουν, αλλά εν τέλει οι Έλληνες νίκησαν. Σκοτώθηκαν 400 Τούρκοι, ανάμεσα τους, ήταν και ο Αλή Βεγής, ενώ οι Έλληνες είχαν 29 νεκρούς. Η μάχη της γράνας, ήταν καθοριστική, καθώς οι Τούρκοι, δεν εξήλθαν ξανά από την Τρίπολη. Αυτό το ιδιοφυές στρατιωτικό σχέδιο, πιστώνεται στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Η συνέχιση της πολιορκίας και οι διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών:
Μετά τη μάχη της Γράνας, οι Οθωμανοί δεν εξήλθαν πάλι της πόλεως. Είχε γίνει αντιληπτό σ’ όλους ότι, έπρεπε να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για την παράδοση της Τρίπολης. Όμως, οι Τούρκοι αξιωματούχοι είχαν διαφορετικές απόψεις για το εάν, έπρεπε η πόλη να παραδοθεί αμαχητί και υπό ποιους όρους.
Ο Μουσταφάμπεης, ο Μεχμέτ Σαλήχ και η πρώτη γυναίκα του Χουρσίτ πασά, Εσμά Χανούμ, ήταν υπέρ της διαφυγής στο Ναύπλιο, το ήταν, υπό τουρκικό έλεγχο. Από την άλλη πλευρά, ο Σεΐχ Νετζήπ Εφέντη, ο Κιαμίλ μπέης της Κορίνθου και ο Δεφτέρ- Κεχαγιά, υποστήριζαν ότι, η πόλη έπρεπε να παραδοθεί, ώστε να αποφευχθεί μια ενδεχόμενη αιματοχυσία. Επιπλέον, οι Αλβανοί της πόλης, υπό τον Ελμάζ μπέη και Βελή μπέη Κογιάτσα, επεδίωκαν να έχουν χωριστές διαπραγματεύσεις με τους πολιορκητές, για να εξασφαλίσουν τη ζωή τους και τα υπάρχοντά τους. Επομένως, κατανοούμε ότι, υπήρχαν διαφορετικές απόψεις, μεταξύ των Οθωμανών και Αλβανών αξιωματούχων της Τρίπολης.
Εν συνεχεία, στις 11 Σεπτεμβρίου, στο ελληνικό στρατόπεδο, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη, μεταξύ των οπλαρχηγών, στην οποία συμφώνησαν εγγράφως, για τη διανομή των λαφύρων, που θα έπαιρναν, μετά την κατάληψη της πόλης. Αν η πόλη παραδινόταν με συνθήκη, τότε οι στρατιώτες θα έπαιρναν τα 2/3 της λείας και το υπόλοιπο 1/3, θα διατίθεντο για τα έξοδα της επανάστασης. Όμως, αν η Τρίπολη καταλαμβανόταν με πόλεμο, τότε τα ¾ θα περιέρχονταν στους στρατιώτες και το ¼, θα δινόταν ξανά, για να καλυφθούν τα έξοδα της επανάστασης.
Έπειτα, οι εξελίξεις εντός της Τρίπολης, ήταν ραγδαίες. Στις 12 Σεπτεμβρίου, ο Μεχμέτ Σάληχ έστειλε μια επιστολή στο Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, με την οποία θα άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις για τη παράδοση της Τρίπολης. Συγχρόνως, ο Ελμάζ μπέης έστειλε και αυτός με τη σειρά του, επιστολή στο Κολοκοτρώνη, με την οποία γνωστοποιούσε ότι, οι Αλβανοί ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν, διαφορετικές διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Άρα, καταλαβαίνουμε ότι, οι Τούρκοι και οι Αλβανοί είχαν ξεκινήσει ξεχωριστές διαβουλεύσεις με τους Έλληνες.
Την ίδια στιγμή, ο Δημήτριος Υψηλάντης ανεχώρησε για την Αχαΐα, όπου υπήρχε σοβαρός κίνδυνος, να αποβιβαστούν στη Πελοπόννησο τουρκικά στρατεύματα. Έτσι, λοιπόν, οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν με τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν. Οι Τούρκοι ζήτησαν, να μη γίνει καμία σφαγή εναντίον του τουρκικού στοιχείου, δηλαδή να αναχωρήσουν από την Τρίπολη ελεύθερα και να πάρουν μαζί τους, τα όπλα τους. Συνάμα, θα μεταφέρονταν όλοι οι Τούρκοι μαζί με τις οικογένειες του, μέσω υποζυγίων, έως να επιβιβαστούν σε κάποιο ευρωπαϊκό πλοίο (από κάποιο λιμάνι της Πελοποννήσου), το οποίο θα τους μετέφερε σε ασφαλές μέρος. Τα έξοδα τους, θα τα κάλυπταν οι Έλληνες. Όμως, οι τουρκικές προτάσεις απορρίφθηκαν.
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες ζήτησαν 52.000.000 γρόσια ως αποζημίωση, για τις καταστροφές, που είχαν προκαλέσει οι Τούρκοι στη Πάτρα, στη Βοστίτσα, στη Κόρινθο και στο Άργος. Παράλληλα, ζήτησαν τη παράδοση του οπλισμού, που είχαν οι Τούρκοι και να απελευθερωθούν οι πρόκριτοι, οι οποίοι ήταν αιχμάλωτοι. Συγχρόνως, ανέλαβαν την υποχρέωση να συνοδεύσουν με ασφάλεια τους Τούρκους, έως ότου επιβιβαστούν στα πλοία. Εν τέλει, οι διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους διακόπηκαν.
Συγχρόνως, οι ξεχωριστές διαπραγματεύσεις, που είχε ο Κολοκοτρώνης με τους Αλβανούς, είχαν σημειώσει εξαιρετική πρόοδο. Στις 18 Σεπτεμβρίου, ο Κολοκοτρώνης και ο Ελμάζ μπέης συμφώνησαν, να αποχωρήσουν οι Αλβανοί από τη πόλη. Ο Γέρος του Μοριά, τους υποσχέθηκε ότι, θα τους συνόδευε μ’ ασφάλεια έως, να αποχωρήσουν από τη Πελοπόννησο και έπειτα, θα μετέβαιναν (οι Αλβανοί) έως την Ήπειρο, όπου και είχαν την υποχρέωση να μη ξαναπολεμήσουν.
Ο Ελμάζ μπέης, έστειλε στο Κολοκοτρώνη αρκετά κιβώτια, τα οποία περιείχαν τους μισθούς τους και πολύτιμα αντικείμενα. Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε ότι, οι Αλβανοί αποτελούσαν την κύρια πηγή της άμυνας της Τρίπολης και η αποχώρηση τους, θα εξασθενούσε την άμυνα της πόλης. Συνάμα, πολλοί Τούρκοι κάτοικοι της πόλης, βλέποντας ότι, οι Αλβανοί θα έφευγαν από τη πόλη, προσπαθούσαν και οι ίδιοι, να έρθουν σε κάποιες συνεννοήσεις με τους πολιορκητές, για να αποχωρήσουν με ασφάλεια από τη πόλη. Όμως, αυτό δεν επετεύχθη.
Η άλωση:
Την ίδια στιγμή, οι Τούρκοι βλέποντας την εισβολή των Ελλήνων, αντί να σπεύσουν στα τείχη να πολεμήσουν, υποχώρησαν προς τις οικίες τους, για να προστατεύσουν τις οικογένειες τους. Οι Έλληνες, μπαίνοντας στη Τριπολιτσά, άρχισαν να δια πράττουν σφαγές και λεηλασίες, εναντίον του τουρκικού, αλλά και του εβραϊκού πληθυσμού.
Από την άλλη πλευρά, οι Αλβανοί, οι οποίοι είχαν συνάψει προφορική συνθήκη με το Κολοκοτρώνη, νομίζοντας ότι, ο Γέρος του Μοριά τη παραβίασε, ετοιμάστηκαν να αντισταθούν. Όμως, ο Κολοκοτρώνης έστειλε το Πλαπούτα στους αξιωματούχους των Αλβανών, για να τους πείσει ότι, η εισβολή δεν έγινε με διαταγή των οπλαρχηγών. Τότε, οι Αλβανοί μαζί με το Πλαπούτα, αναχώρησαν για τη πύλη των Καλαβρύτων. Εκεί συνάντησαν, το Κολοκοτρώνη.
Όμως, όταν ο Αναγνώστης Δεληγιάννης, αντιλήφθηκε ότι, οι Αλβανοί θα εξέρχονταν από τη πόλη, όρμησε μαζί με τους στρατιώτες του, εναντίον τους, λόγω του μίσους, που είχε από το θάνατο του αδελφού του, Θεόδωρου, ο οποίος ήταν αιχμάλωτος στις φυλακές της Τρίπολης. Τότε, ο Κολοκοτρώνης, για να αποτρέψει μια ένοπλη σύγκρουση με το καλά οργανωμένο και εξοπλισμένο στρατιωτικό σώμα των Αλβανών, προχώρησε προς τους Γορτύνιους και τους είπε τα εξής λόγια: «Αν θέλετε, Έλληνες, να βαρέσετε τους Αρβανίτες, σκοτώστε πρώτα εμένα. Ειδέ και είμαι ζωντανός, να το ξέρετε, πως όποιος πρωτορίξει σε δαύτους αυτόν θα πρωτοσκοτώσω». Μόλις τον άκουσαν, κατέβασαν τα όπλα και οι Αλβανοί συνέχισαν έως ότου, εξήλθαν από τη Τρίπολη.
Οι οδομαχίες συνεχίζονταν εντός της πόλης, με τρομερή αγριότητα. Εκτυλίχθηκαν, φοβερές σκηνές. Οι Έλληνες επαναστάτες, όντες μαινόμενοι, σφαγίαζαν άμαχο πληθυσμό, ανάμεσα τους, γυναίκες και παιδιά. Λεηλατούσαν τα καταστήματα των Τούρκων και των Εβραίων και γενικά, είχαν προβεί σε βάρβαρες και έκνομες πράξεις. Αρκετοί Τούρκοι, οχυρώθηκαν στα σπίτια τους και πολεμούσαν τους πολιορκητές.
Οι περισσότεροι Τούρκοι, είχαν οχυρωθεί στη μεγαλή Τάπια και από εκεί κανονιοβολούσαν τους Έλληνες. Οι Έλληνες, όσα από τα σπίτια, δε μπορούσαν να τα καταλάβουν με τα όπλα τα πυρπολούσαν. Πολλοί Τούρκοι, για να σωθούν, έδιναν χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα στους Έλληνες, αλλά ούτε αυτό, δε τους σταμάτησε. Ήταν η αγανάκτηση, που είχαν εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι επί τέσσερις αιώνες, τους σφαγίαζαν, λεηλατούσαν τις περιουσίες τους και τους έκαναν φρικτά βασανιστήρια.
Μέσα σ’ αυτή τη κατάσταση, είχαν μείνει εντός της Τριπολιτσάς, 300 Αλβανοί. Ο Κολοκοτρώνης, μόλις τους είδε, τους είπε ότι, μπορούσαν να αποχωρήσουν μ’ ασφάλεια από τη Τρίπολη, τηρώντας τη προφορική συνθήκη, που είχε κάνει μαζί τους. Όμως, αυτοί δε τον αναγνώρισαν και ετοιμάστηκαν να πολεμήσουν, όπερ και εγένετο.
Η κατάσταση ήταν χαοτική. Από παντού, έβγαιναν φλόγες και καπνοί, από τα πυρπολημένα σπίτια και καταστήματα. Πολλοί νεκροί, Τούρκοι, Εβραίοι και Έλληνες, κείτονταν στους δρόμους της πόλης και το αίμα έρρεε σαν νερό. Δε ξεχώριζε κανείς την εθνότητα των νεκρών. Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν, ζητούσαν από τους Έλληνες, να τους βοηθήσουν, αλλά οι Έλληνες μαινόμενοι, όπως ήταν, δε τους βοηθούσαν, αλλά τους σκότωναν. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, στα απομνημονεύματα του, περιέγραψε τη κατάσταση στην οποία, βρισκόταν η Τρίπολη:«Από τα τείχη ίσαμε στο σεράι το άλογο μου δεν επάτησε το χώμα». Επομένως, καταλαβαίνουμε το μέγεθος της καταστροφής.
Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε ότι, αρκετοί ξένοι και τούρκοι ιστορικοί κατηγόρησαν τους Έλληνες επαναστάτες, για όλες τις βάρβαρες και βάναυσες πράξεις, που έκαναν εντός της πόλης της Τρίπολης. Σύμφωνα, με αυτούς, οι σφαγές και οι λεηλασίες, δε συνάδαν με τα δείγματα ειρήνης και αλληλεγγύης, που είχε προσφέρει η ελληνική φυλή. Αντιθέτως, τα είχαν απωλέσει.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι, οι σφαγές, οι οποίες διαπράχθηκαν, ήταν η έκφραση της αγανάκτησης και της οργής ενός ολόκληρου έθνους, το οποίο επί τέσσερις αιώνες, είχε υποστεί τα πάνδεινα από τους Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν διαπράξει τις ίδιες σφαγές, βιασμούς και λεηλασίες εις βάρος των Ελλήνων. Επί τέσσερις αιώνες, ήθελαν να αλλοιώσουν (οι Τούρκοι) την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι Έλληνες ήθελαν να εκδικηθούν τους Τούρκους για όλα αυτά, που είχαν υποστεί για τέσσερις αιώνες.
Επιπλέον, οι οπλαρχηγοί δεν έδωσαν διαταγή, να σφαγιαστεί ο άμαχος πληθυσμός. Ο απλός λαός μαινόμενος, όρμησε και διέπραξε όλες αυτές τις καταστροφές. Αντίθετα, οι οπλαρχηγοί προσπάθησαν να αποτρέψουν μια ολική καταστροφή, αλλά εν τέλει, δε το κατάφεραν. Συγχρόνως, οι Τούρκοι κάνουν λόγο και 32.000 νεκρούς, αλλά οι νεκροί, σύμφωνα με κάποιες πηγές ήταν γύρω στις 8.000 έως 10.000, ενώ οι Έλληνες είχαν 300 νεκρούς, στη διάρκεια της άλωσης.
Επίλογος:
Εν κατακλείδι, η άλωση της Τριπολιτσάς, αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της επανάστασης του 1821. Με την άλωση της Τρίπολης, η επανάσταση εδραιώθηκε σ’ όλη τη Πελοπόννησο, πλην ελαχίστων φρουρίων, που ακόμη κατείχαν οι Τούρκοι. Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι έμαθαν από τις εφημερίδες της εποχής για την άλωση της Τρίπολης και κατενόησαν ότι, οι Έλληνες ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, για την ελευθερία και ανεξαρτησία τους. Η άλωση της Τρίπολης, ενθάρρυνε τους επαναστάτες, απέκτησαν αυτοπεποίθηση και θάρρος και ανοίχτηκαν νέες προοπτικές για την καλύτερη πολιτική και στρατιωτική οργάνωση της επανάστασης.
Βιβλιογραφία:
1) Ν. Γιαννόπουλος, «1821, Οι μάχες των Ελλήνων για την ελευθερία», Αθήνα 2016.
Επιμέλεια: Βαγγέλης Κούλης για το Hondos News