Τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός πρέσβης Εμμανουέλ Γκράτσι επισκέφτηκε τον Ιωάννη Μεταξά, το κυβερνήτη της Ελλάδας στην οικία του τελευταίου στη Κηφισιά και του παρέδωσε το τελεσίγραφο, σύμφωνα με το οποίο, η ελληνική κυβέρνηση, έπρεπε να παραδώσει άνευ όρων την Ελλάδα και να επιτρέψει την ελεύθερη είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων, εντός του ελλαδικού χώρου. Ο Μεταξάς, αφού διάβασε το τελεσίγραφο, απάντησε με τη πατριωτική φράση στα γαλλικά: «Alors, c’ est la guerre», δηλαδή: «λοιπόν έχουμε πόλεμο». Αυτή, η φράση σήμαινε το «ΟΧΙ», ενός ολόκληρου λαού, ο οποίος ήταν αποφασισμένος, να αντισταθεί, μέχρις εσχάτων.
Τα γεγονότα, πριν την εαρινή επίθεση:
Από τις πρώτες ημέρες του πολέμου, φάνηκε η γενναιότητα των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι όντες λιγότεροι και με λίγα πενιχρά στρατιωτικά μέσα, που διέθεταν, κατάφεραν ως τα μέσα Νοεμβρίου, να απωθήσουν τα ιταλικά στρατεύματα, που είχαν εισέλθει, εντός του ελλαδικού χώρου και να ανακαταλάβουν τα εδάφη τους (οι Έλληνες στρατιώτες). Έπειτα, εισήλθαν εντός του αλβανικού εδάφους και κατάφεραν, να καταλάβουν τη βόρεια Ήπειρο, δηλαδή εννέα πόλεις της βορείου Ηπείρου (Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα, Χειμάρα, Πόγραδετς, Δελβίνο, Πρεμετή, Δερβιτσάνη, Κλεισούρα) και αρκετούς οικισμούς. Όλα αυτά, θορύβησαν το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι, αλλά και τον ίδιο, ο οποίος ένιωθε να χάνει το γόητρο του.
Στις 29 Ιανουαρίου του 1941, πέθανε ο Ιωάννης Μεταξάς από αμυγδαλίτιδα πολτώδη, με μεγάλο πυρετό, που του προκάλεσε εσωτερική αιμορραγία. Νέος πρωθυπουργός, ορκίστηκε ο πρώην τραπεζίτης, Αλέξανδρος Κορυζής. Στο μέτωπο, η κατάσταση ήταν η ίδια. Ο χειμώνας ήταν έντονος και διεξάγονταν μικρού μήκους επιχειρήσεις και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Το Φεβρουάριου του 1941, το ελληνικό επιτελείο ανασύνταξε τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, επειδή είχαν πληροφορηθεί ότι, το ιταλικό επιτελείο σχεδίαζε μία επιχείρησε μεγάλης κλίμακας και συν τοις άλλοις, παρακολουθούσαν με μεγάλη προσοχή, τη συγκέντρωση ένοπλων γερμανικών δυνάμεων στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, αφού η Βουλγαρία είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο του άξονα.
Εικόνα 1: Ο Ιταλός στρατηγός, Ούγκο Καβαλλέρο.
Στη συνέχεια, στα τέλη Φεβρουαρίου, ο ελληνικός στρατός αγωνίστηκε θαρραλέα να καταλάβει τη Πέστανη και το Λέκλι, όπου, εν τέλει το κατάφερε και έφτασε εγγύς του Τεπελένι. Ύστερα, οι Έλληνες στρατιώτες πολέμησαν, με απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία για τη κατάληψη του υψώματος 731, όπου οι Ιταλοί προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Οι μάχες στο ύψωμα 731, ήταν σκληρές. Ακούγονταν κραυγές και από τους επιτιθέμενους και τους αμυνόμενους. Από παντού, έβγαιναν καπνοί από τα πυροβόλα, τις χειροβομβίδες. Η κατάσταση ήταν χαοτική. Εν τέλει, οι Έλληνες στρατιώτες, κατέλαβαν το ύψωμα 731 και αποτέλεσε το τελευταίο κατόρθωμα τους, προτού ο Ιταλός αξιωματικός, Ούγκο Καβαλλέρο, εξαπολύσει την εαρινή επίθεση.
Την ίδια στιγμή, ο Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος ένιωθε να χάνει την αίγλη, που είχε απέναντι στον ιταλικό λαό, λόγω των συνεχόμενων αποτυχιών των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων, αποφάσισε να διεξάγει, μια μεγάλη πολεμική επιχείρηση, εναντίον των ελληνικών δυνάμεων, για να αποκαταστήσει το γόητρο του ιδίου και του καθεστώτος του. Αυτό το σχέδιο, το συνέταξε ο Ούγκο Καβαλλέρο, ο αρχιστράτηγος των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων στην Αλβανία, το οποίο πήρε την ονομασία: «Πριμαβέρα», που σημαίνει άνοιξη. Ο Ντούτσε, επιθυμούσε μια μεγάλη στρατιωτική νίκη. Ο ίδιος, έγραψε προς το Καβαλλέρο: «Οφείλομεν να έχωμεν τουλάχιστον μίαν στρατιωτικήν επιτυχίαν, πριν οι Γερμανοί αρχίσουν, τας αρχάς Απριλίου, την επίθεσιν των».
Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε ότι, ο Μουσολίνι συναντήθηκε στη πόλη Ζάλτσμπουργκ με το σύμμαχο του, Αδόλφο Χίτλερ, για να τον καθησυχάσει (επειδή ο Χίτλερ, ήταν εκνευρισμένος με τις συνεχόμενες αποτυχίες του ιταλικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο) και να του τονίσει ότι, θα είχε καταλάβει την Ελλάδα μέχρι τον Απρίλιο του 1941. Επομένως, κατανοούμε ότι, ήταν αναγκαία μια νίκη των ιταλικών δυνάμεων, εναντίον των Ελλήνων.
Όμως, ο Καβαλλέρο ήταν πιο πολύ προσγειωμένος, όσον αφορά για την επερχόμενη επιχείρηση. Πρόθεση του, ήτο να επιτεθεί σε περιορισμένο μέτωπο ο ιταλικός στρατός, ώστε να πετύχει ρήγμα στο κέντρο των ελληνικών δυνάμεων. Εν συνεχεία, σύμφωνα με το σχέδιο, ήθελε να διανοίξει τη κοιλάδα της Ντέσνιτσας και εκεί να χωρίσει στα δύο τον ελληνικό στρατό, του βουνού της Τρεμπεσίνας από τη μία πλευρά και του ποταμού Άψου, από την άλλη. Κοντολογίς, στόχος της εαρινής επίθεσης, όπως ονομάστηκε, ήταν να ανακαταλάβουν οι Ιταλοί, όλα τα εδάφη, τα οποία είχαν απωλέσει, στη διάρκεια των προηγούμενων μηνών.
Επιπρόσθετα, ο Μουσολίνι ενίσχυε τον ιταλικό στρατό, που βρισκόταν στην Αλβανία. Στάλθηκαν από το Ντούτσε, τάγματα μελανοχιτώνων (ήταν τάγματα εφόδου του φασιστικού κόμματος του Μουσολίνι), οι οποίοι πλαισίωσαν τις τάξεις των ιταλικών στρατευμάτων. Μάλιστα, ο Μουσολίνι στις 23 Φεβρουαρίου, λίγες ημέρες, πριν ξεκινήσει η εαρινή επίθεση, μίλησε στη Ρώμη, για την επικείμενη στρατιωτική επιχείρηση και τόνιζε, τους λόγους για τους οποίους, ήτο αναγκαία, να νικήσουν οι ιταλικές δυνάμεις.
Έπεται, η ομιλία του Μουσολίνι: «Το τελευταίον έρεισμα της Μεγάλης Βρετανίας, εις την ευρωπαικήν ήπειρον, ήτο και είναι η Ελλάς, το μόνο έθνος, το οποίον δεν ηθέλησε, να παραιτηθεί της αγγλικής εγγυήσεως. Ήτο απαραίτητο, ν’ αντιμετωπίσωμεν την Ελλάδαν και εις το σημείον τούτο, ευρέθησαν, σύμφωνοι όλοι οι υπεύθυνοι στρατιωτικοί παράγοντες». Κλείνοντας τη ομιλία του, ανέφερε τα εξής: «Εντός ολίγου, θα έλθη η άνοιξις και επειδή, η άνοιξις είναι η δική μας εποχή, όλα θα μας έλθουν ρόδινα. Σας το επαναλαμβάνω, όλα θα μας έλθουν ρόδινα». Αυτά τα λόγια, ειπώθηκαν από το Μουσολίνι.
Ταυτόχρονα, αρκετοί υπουργοί και στελέχη του φασιστικού καθεστώτος, μετέβησαν στην Αλβανία, για να εμψυχώσουν τους Ιταλούς στρατιώτες. Μάλιστα, ο ίδιος ο Μουσολίνι μετέβη στην Αλβανία, στις 2 Μαρτίου του 1941. Επιθεώρησε τα ιταλικά στρατεύματα και θα παρακολουθούσε την επίθεση, από το παρατηρητήριο του Κόμαριτ, που βρισκόταν απέναντι από το ύψωμα 731, στο οποίο δόθηκαν πολύ σφοδρές ένοπλες συγκρούσεις, στη διάρκεια της εαρινής επίθεσης.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις των δύο αντιπάλων:
Κατ’ αρχάς, το ύψωμα 731, βρίσκεται περίπου, 20 χλμ. βόρεια της Κλεισούρας. Το ελληνικό επιτελείο, αφού είχε πληροφορηθεί για τις κινήσεις των Ιταλών, ήταν έτοιμο να τους αντιμετωπίσει. Οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις, παρατάχθηκαν ως εξής: το ιταλικό VIII Σώμα Στρατού, υπό τον υποστράτηγο Γκαστόνε Γκαμπάρα (Gastone Gambara), θα επωμιζόταν το κύριο βάρος της επίθεσης. Οι ιταλικές δυνάμεις θα επιτίθονταν, στο κέντρο της ελληνικής διάταξης, ανάμεσα στην κορυφογραμμή της Τρεμπεσίνας και το Μπούμπεσι, δηλαδή, στον τομέα της πρώτης ελληνικής Μεραρχίας, που τελούσε, υπό τη διοίκηση του υποστρατήγου Βασιλείου Βραχνού.
Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε, τις μεραρχίες, οι οποίες είχαν συμπεριληφθεί στο VIII (όγδοο) ιταλικό σώμα στρατού: ήταν οι μεραρχίες, «Κάλιαρι», «Πούλιε», «Πινερόλο», «Μπάρι» και δύο τάγματα, τα οποία αποτελούνταν από μελανοχίτωνες. Αυτές οι παραπάνω μεραρχίες, πλαισιώνονταν από τη δεξιά πλευρά, από τη μεραρχία «Σφορτσέσκα», και από την αριστερή, βρισκόταν η μεραρχία «κυνηγοί των Άλπεων».
Παράλληλα, προστέθηκαν σ’ αυτές οι μεραρχίες «Σιέννα» και «λύκοι της Τοσκάνης», ενώ οι μεραρχίες «Πιεμόντε» και «Κένταυροι», ήταν εφεδρικές. Συν τοις άλλοις, υπήρχαν και δύο τάγματα πυροβολικού. Συνολικά, η Ιταλία διέθετε δώδεκα μεραρχίες και περίπου 400 πυροβόλα.
Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές δυνάμεις ήταν λιγότερες από τις ιταλικές. Ειδικότερα: οι ελληνικές δυνάμεις, διέθεταν έξι μεραρχίες, εκ των οποίων η έκτη (VI) και η (XI), διέθεταν η μία έξι και η άλλη πέντε τάγματα. Επιπλέον, οι άλλες μεραρχίες, οι οποίες έλαβαν μέρος στην άμυνα του υψώματος 731, ήταν οι εξής: η πρώτη (I), η δέκατη Πέμπτη (XV) και η ενδέκατη (XI).
Η εαρινή επίθεση:
Εικόνα 2: Πανοραμική άποψη του υψώματος 731.
Τα ξημερώματα της 9ης Μαρτίου του 1941, ημέρα Κυριακή, ξεκίνησε η ιταλική επίθεση «Πριμαβέρα», η οποία διήρκησε έως την 25η Μαρτίου. Το ιταλικό πυροβολικό, βομβάρδιζε ακατάπαυστα το στρατηγείο της πρώτης ελληνικής μεραρχίας. Οι Έλληνες αξιωματικοί, αντιλήφθηκαν ότι, ξεκινούσε η επικείμενη ιταλική αντεπίθεση και ήσαν έτοιμοι, μαζί με τους στρατιώτες, να αντισταθούν μέχρις εσχάτων. Τριακόσια ιταλικά πυροβόλα, βομβάρδιζαν τις ελληνικές θέσεις. Το τοπίο, με τις εκρήξεις, που προκαλούσαν οι βόμβες, θύμιζε κυριολεκτικά καμένη γη. Από παντού, έβγαιναν καπνός και φλόγες. Τα πυρομαχικά, που διέθεταν οι Έλληνες στρατιώτες, ανατινάζονταν από τις συνεχείς εκρήξεις και ο οπλισμός του πεζικού, καταστρεφόταν. Ταυτόχρονα, τα σύρματα των τηλεφώνων είχαν κοπεί και η επικοινωνία, μεταξύ των ελληνικών στρατηγείων, είχε γίνει πολύ δύσκολη. Επομένως, κατανοούμε ότι, οι Ιταλοί σφυροκοπούσαν μανιωδώς, επί δυόμιση ώρες, τις ελληνικές θέσεις.
Μετά από δυόμιση ώρες, ανελέητου βομβαρδισμού στα υψώματα 717 και 731, το ιταλικό πεζικό, ξεκίνησε την επίθεση του. Όμως, οι Έλληνες στρατιώτες, παρά το συνεχή βομβαρδισμό, που υπέστησαν, άντεξαν και συν τοις άλλοις, πήραν τα όπλα τους και άρχισαν, να βάλλουν, κατά των Ιταλών στρατιωτών, οι οποίοι βλέποντας τους Έλληνες, να τους χτυπούν, υποχωρούσαν. Συνάμα, η ιταλική αεροπορία βομβάρδιζε τις ελληνικές θέσεις, για να βοηθήσει την επέλαση του ιταλικού πεζικού.
Όμως, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, αφού στα υψώματα 709, 710, 1060 και 1308, οι Έλληνες απέκρουσαν επιτυχώς, τις ιταλικές επιθέσεις. Το μεσημέρι, οι ιταλικές δυνάμεις επιχείρησαν να καταλάβουν το σημαντικό στρατηγικό ύψωμα 731, αλλά αποκρούστηκαν. Εδώ, πρέπει να αναφέρουμε ότι, τη πρώτη ημέρα έπεσαν 100.000 βλήματα του ιταλικού πυροβολικού, εντός των δυόμιση πρώτων ωρών. Την ίδια στιγμή, ο Μουσολίνι, ο οποίος παρακολουθούσε την εξέλιξη των επιχειρήσεων, κατανόησε ότι, η κατάσταση παρέμενε στάσιμη.
Την επόμενη ημέρα, δηλαδή τη 10η Μαρτίου, οι Ιταλοί κανονιοβολούσαν ανηλεώς το ύψωμα 731. Οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις, επιχείρησαν να καταλάβουν το ύψωμα 731, αλλά οι τέσσερις επιθέσεις τους, αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς από τους Έλληνες στρατιώτες. Οι επιθέσεις των Ιταλών, συνεχίστηκαν και τις δύο επόμενες ημέρες στο ύψωμα του Μπρέγκου Ράπιτ, αλλά και στη χαράδρα του Πρόι Μαθ, την οποία ονόμασαν οι Ιταλοί «χαράδρα του θανάτου», αφού οι Έλληνες συγκρούονταν επιτυχώς με τους Ιταλούς και τους εξολόθρευαν.
Οι απώλειες των Ιταλών, ήταν πολλές. Η μεραρχία «Πούλιε», είχε απωλέσει το 70ο/ο της δυνάμεως της. Μετά, τις πρώτες τρεις ημέρες της ιταλικής επίθεσης, ο Μουσολίνι ρώτησε το στρατηγό Καβαλλέρο τη γνώμη του, για τις ιταλικές επιχειρήσεις, που έλαβαν χώρα τις πρώτες αυτές μέρες. Ο Καβαλλέρο, αποκρίθηκε: «μέτριον» και ο Ντούτσε, του είπε: «μηδέν». Άρα, γίνεται κατανοητό ότι, η επιχείρηση «Πριμαβέρα», δεν εξελισσόταν καθόλου θετικά για τους Ιταλούς.
Από την άλλη πλευρά, το ελληνικό επιτελείο ήταν ικανοποιημένο για την επιτυχή αντιμετώπιση των ιταλικών επιθέσεων, παρά τη σφοδρότητα τους. Οι Έλληνες στρατιώτες, παρά τους ανηλεής βομβαρδισμούς των Ιταλών, τη κόπωση, που ένιωθαν όλους τους προηγούμενους μήνες, λόγω των συνεχόμενων συρράξεων, δεν υποχώρησαν καθόλου και αντιμετώπισαν θαρραλέα τους Ιταλούς.
Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε την ημερήσια διαταγή του Β΄ σώματος στρατού, το οποίο, μετά τη παύση των ιταλικών επιθέσεων, στη διάρκεια της 9ης Μαρτίου, έβγαλε μια ανακοίνωση για τους στρατιώτες της πρώτης μεραρχίας, οι οποίοι είχαν επωμιστεί όλο το βάρος της άμυνας και είχαν αποκρούσει τις ιταλικές επιθέσεις: «Πολεμιστάς της I μεραρχίας: προ του ακαμάτου ηρωισμού σας, εθραύσθησαν από της χθες πάσαι αι απεγνωσμέναι εχθρικαί προσπάθειαι.
Προ των χαλύβδινων γραμμών σας, συνετρίβησαν, κατά το διήμερον διάστημα, τρεις νωπαί μεραρχίαι. Είμαι υπερήφανος, διότι ηγούμαι τοιούτων ηρώων. Η πατρίς σεμνύται δι’ αυτούς. Η παρούσα να φθάση, μέχρι του τελευταίου οπλίτου της μεραρχίας».
Εδώ, πρέπει να τονίσουμε την ηρωική αντίσταση, που πρόβαλαν, οι στρατιώτες του 5ου συντάγματος της πρώτης (I) μεραρχίας, που κατάγονταν, κυρίως από την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα, υπό το Δημήτριο Κασλά, μέχρι την νύκτα της 12/13 Μαρτίου οπότε αντικαταστάθηκε, λόγω απωλειών, από το 19ο σύνταγμα της VI μεραρχίας Σερρών
Εν συνεχεία, στις 12 Μαρτίου, συγκαλέστηκε σύσκεψη στο ιταλικό επιτελείο. Ο Μουσολίνι τόνισε ότι, οπωσδήποτε ήταν αναγκαία μια νίκη εναντίον των Ελλήνων, προτού, επέμβουν οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, στις αρχές Απριλίου.
Την επόμενη ημέρα, δηλαδή τη 13η Μαρτίου, άρχισε η μεγάλη και πιο σφοδρή επίθεση των Ιταλών. Η νέα προσπάθεια, άρχισε στις μία και μισή το μεσημέρι. Οι Ιταλοί, βομβάρδισαν ακατάπαυστα την τοποθεσία, που βρισκόταν η I μεραρχία. Στις τρεις και μισή το μεσημέρι, ξεκίνησε το πεζικό. Συγχρόνως, το ιταλικό πυροβολικό κανονιοβολούσε συνεχώς, την αριστερή πλευρά του ελληνικού στρατού, δηλαδή στο Κιάφε Λουζίτ, που βρίσκεται στην άκρη της Τρεμπεσίνας. Όμως, το ελληνικό πεζικό, παρά τους σφοδρούς βομβαρδισμούς, αντεπιτέθηκαν, όταν το ιταλικό πεζικό, έφτασε εγγύς των ελληνικών θέσεων.
Τότε, μόλις οι Έλληνες αξιωματικοί, παρατήρησαν ότι, οι Ιταλοί πλησίαζαν, έδωσαν την εξής διαταγή: «Εφ’ όπλου λόγχη» και αμέσως, με το αυτό το σύνθημα, το ελληνικό πεζικό βγήκε από τα χαρακώματα και όρμησε, εναντίον των Ιταλών στρατιωτών. Οι Ιταλοί, μόλις τους αντίκρυσαν, υποχώρησαν και ελάχιστοι, παρέμεναν στις θέσεις τους, για να τους αντιμετωπίσουν.
Οι Έλληνες έτρεψαν σε φυγή τους Ιταλούς, έως τις βάσεις τους, αφού εξολόθρεψαν αρκετούς, ενώ το ελληνικό πυροβολικό έβαλλε, κατά των ιταλικών θέσεων. Τη νύχτα σταμάτησαν οι επιχειρήσεις. Την επομένη, δηλαδή τη 14η Μαρτίου, στις 7 και 30 π.μ., ξεκίνησε νέα επίθεση εναντίον του υψώματος 731. Αυτή, ήταν η 13η επίθεση, από την αρχή της εαρινής επίθεσης, στο ύψωμα 731. Οι μάχες στο ύψωμα 731, συνεχίστηκαν με μεγάλη σφοδρότητα από πλευράς των Ιταλών. Οι Έλληνες στρατιώτες, αμύνθηκαν σθεναρά και εν τέλει, στις 9 μ.μ., κατάφεραν να αποκρούσουν και αυτή την επίθεση.
Εικόνα 3: Ο Μπενίτο Μουσολίνι, παρακολουθεί μαζί με τους στρατηγούς του, την εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Όμως, οι ιταλικές δυνάμεις δε σταμάτησαν. Τη 15η Μαρτίου, για έκτη ημέρα, ξεκίνησαν νέες επιθέσεις, εναντίον των Ελλήνων, που υπερασπίζονταν το ύψωμα 731. Όμως, οι Ιταλοί στρατιώτες ήταν κουρασμένοι, το ηθικό τους ήταν πεσμένο και συν τοις άλλοις, οι Ιταλοί αξιωματικοί, για να τους πείσουν, να συνεχίσουν να μάχονται, χρησιμοποιούσαν βίαια μέσα (όπως τη σωματική βία). Οι ιταλικές επιχειρήσεις διεξάγονταν, εναντίον των υψωμάτων 717, Μπρέγκου Ραπίτ, 709, 710, του 731 και του Κιάφε Λουζίτ. Στις 6 π.μ., οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, αντιστάθηκαν επιτυχώς στο ύψωμα 709 και το ίδιο, ακριβώς, έκαναν και οι Έλληνες υπερασπιστές του υψώματος Μπρέγκου Ραπίτ, στις 2 μ.μ. Μετά, στις 6 μ.μ., οι Ιταλοί εξαπέλυσαν τη δέκατη έτη επίθεση τους, στο ύψωμα 731, αλλά, εν τέλει, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, τους νίκησαν.
Στη συνέχεια, από τις 16 έως τις 18 Μαρτίου, οι σφοδρές και μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις των Ιταλών σταμάτησαν και οι επιθέσεις ήταν αραιές. Στις 19 Μαρτίου, ξεκίνησε η δέκατη όγδοη επίθεση, εναντίον των ελληνικών θέσεων, στο ύψωμα 731. Πλέον, το ύψωμα 731, από τους συνεχείς βομβαρδισμούς, θύμιζε ένα χαοτικό τοπίο και αυτό, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, το δάσος, το οποίο υπήρχε, είχε καταστραφεί πλήρως.
Οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες επιτέθηκαν στο ύψωμα 731, στις 19 Μαρτίου, ήταν μεικτές, δηλαδή συμμετείχαν τέσσερα άρματα μάχης, το ιταλικό πεζικό και συνάμα, το πυροβολικό βομβαρδίζοντας, βοηθούσε την επέλαση τους. Όμως, απέτυχαν ξανά. Οι Έλληνες κράτησαν τις θέσεις τους, κατάφεραν να καταστρέψουν τα τρία από τα τέσσερα άρματα μάχης, όπου τα δύο, εξ αυτών, έπεσαν στη χαράδρα Πρόι Μαθ. Οι στρατιώτες της μεραρχίας «Σιέννα», που συμμετείχε στις επιχειρήσεις, αρκετοί σκοτώθηκαν και άλλοι είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι. Την επόμενη μέρα, στις 20 Μαρτίου εξαπέλυσαν νέα επίθεση, αλλά, εν τέλει αντιμετωπίστηκε επιτυχώς από τους Έλληνες στρατιώτες.
Εικόνα 4: Σκηνή από την εαρινή επίθεση.
Έπειτα, το ελληνικό επιτελείο προσπάθησε, στις 22 Μαρτίου, να υπογράψει με το ιταλικό επιτελείο ανακωχή, αλλά οι όροι, που είχαν θέσει οι Έλληνες αξιωματικοί, απορρίφθηκαν από το Καβαλλέρο. Στις 24 Μαρτίου, ξεκίνησε νέα επίθεση, για να καταληφθεί το ύψωμα 731, χωρίς τη συμμετοχή του πυροβολικού, αλλά ξανά, οι Έλληνες στρατιώτες, που είχαν αναπτερωμένο το ηθικό τους, αντεπιτέθηκαν με τις ξιφολόγχες τους και έτρεψαν σε φυγή, για ακόμη μια φορά, τα τμήματα του ιταλικού πεζικού. Το ίδιο, έγινε και στις 25 Μαρτίου, δηλαδή ανήμερα της εθνικής επετείου της επαναστάσεως του 1821, όπου οι Ιταλοί επιτέθηκαν εναντίον των ελληνικών θέσεων, που βρίσκονταν στη Πεστάνη και στο Σεντέλι, με ταυτόχρονο βομβαρδισμό όλων των ελληνικών θέσεων, αλλά ξανά, ηττήθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Η εαρινή επίθεση, είχε τελειώσει και οι Ιταλοί είχαν υποστεί, για μία ακόμη φορά, μια βαριά ήττα. Οι απώλειες των Ιταλών, υπολογίζονται στους 12.000 νεκρούς και 3.000 τραυματίες και οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, είχαν 1.200 νεκρούς και 4.000 τραυματίες.
Ο διεθνής αντίκτυπος της εαρινής επίθεσης:
Οι διεθνείς αντιδράσεις, για τη νέα νίκη των Ελλήνων στην επιχείρηση «Πριμαβέρα», ήταν πολλές και ποικίλες. Το ιταλικό καθεστώς και ο ίδιος ο Μουσολίνι, κατανόησαν το μέγεθος της ήττας, αλλά διέπονταν από αισθήματα θυμού και νευρικότητας. Ο ίδιος ο Μουσολίνι, ο οποίος παρακολούθησε τις επιχειρήσεις δια ζώσης, όπως αναφέραμε, στις 21 Μαρτίου, αποχώρησε από την Αλβανία, για να μεταβεί στη Ρώμη, όντας θυμωμένος και οργισμένος. Μάλιστα, λίγο πριν αναχωρήσει από την Αλβανία, απευθύνθηκε στους στρατηγούς του, με απαξιωτικό τρόπο, λέγοντας τους, τα εξής: «Με εξαπάτησαν, δεν κάναμε ούτε ένα βήμα προς τα εμπρός. Τους περιφρονώ βαθύτατα». Ο Ντούτσε έφευγε για τη Ρώμη, όντας ντροπιασμένος. Την ίδια στιγμή, ο σύμμαχος του, Αδόλφος Χίτλερ, είχε προετοιμάσει το σχέδιο του, για την επερχόμενη επίθεση των Γερμανών στην Ελλάδα, όπερ και εγένετο. Στις 6 Απριλίου του 1941, τα γερμανικά στρατεύματα επιτέθηκαν εναντίον της Ελλάδας, για να τη καταλάβουν και να αποκαταστήσουν το γόητρο της συμμαχίας του άξονα, όπως και έγινε.
Από την άλλη πλευρά, μετά τη νίκη και επί της ουσίας, το τερματισμό του ελληνοιταλικό πολέμου, η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, ήταν πολύ ευχαριστημένη, για τη νέα αυτή νίκη. Παράλληλα, οι συμμαχικές δυνάμεις, ανάμεσα τους, η Αγγλία, έδιναν συγχαρητήρια στην ελληνική κυβέρνηση. Μάλιστα, ο υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Άντονι Ίντεν τηλεγράφησε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή, προκειμένου να τον συγχαρεί για την «περίλαμπρον ελληνικήν νίκην».
Επίλογος:
Συμπερασματικά, η εαρινή επίθεση των Ιταλών το Μάρτιο του 1941, αποτέλεσε τη τρίτη και τελευταία φάση του ελληνοιταλικού πολέμου. Οι Έλληνες, όντας λιγότεροι αριθμητικά και με τα ελάχιστα πενιχρά στρατιωτικά μέσα, που διέθεταν, αντιστάθηκαν θαρραλέα, με περίσσιο θάρρος, ενάντια σ’ ένα αλλότριο εχθρό και κατάφεραν να νικήσουν τους Ιταλούς. Η επιτυχής έκβαση της εαρινής επίθεσης, σήμανε και το τέλος του ελληνοιταλικού πολέμου, στον οποίο είχαν νικήσει οι Έλληνες και αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των συμμάχων και συνάμα, τη πρώτη ήττα των δυνάμεων του άξονα, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Βιβλιογραφία:
- Α. Τερζάκης, «Ελληνική εποποιΐα 1940-1941», Αθήνα 2008.
Επιμέλεια: Βαγγέλης Κούλης για το Hondos News