Πρόλογος:Στις 29 Μαίου του 1453, η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία, η οποία υπήρχε για 11 αιώνες, κατακτήθηκε εξ ολοκλήρου από τους Οθωμανούς. Όμως, η παρακμή για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, είχε ξεκινήσει αρκετούς αιώνες, πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Τα γεγονότα πριν την άλωση:
Κατ’ αρχάς, το 1204, έγινε η πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, στη διάρκεια της Δ΄ Σταυροφορίας. Για σχεδόν εξήντα χρόνια, η Πόλη, ήταν υπό λατινική διοίκηση έως το 1261, όπου ο αυτοκράτορας του κράτους της Νίκαιας (είχε δημιουργηθεί, μετά την άλωση της Πόλης του 1204, η αυτοκρατορία της Νίκαιας), Μιχαήλ ο Η΄ Παλαιολόγος, επανάκτησε τη Κωνσταντινούπολη και εγκαθίδρυσε τη δυναστεία του, δηλαδή τη δυναστεία των Παλαιολόγων.
Όμως, παρ’ ότι ανακαταλήφθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Βυζαντινούς, δε λύθηκαν τα προβλήματα, τα οποία προϋπήρχαν, πριν την άλωση του 1204.
Πιο συγκεκριμένα:
Οι εξωτερικοί εχθροί των Βυζαντινών στα Βαλκάνια (όπως, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι), είχαν γίνει πιο ισχυροί, ενώ ένα νέο τουρκικό φύλο εμφανίστηκε στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, ήταν οι Οθωμανοί Τούρκοι, οι οποίοι καταλάμβαναν πολλά βυζαντινά εδάφη τόσο στη Μικρά Ασία όσο και στη Βαλκανική χερσόνησο. Άρα, η αυτοκρατορία, ως επί των πλείστων, είχε συρρικνωθεί εδαφικά. Παράλληλα, στο εσωτερικό δεν επικρατούσε κοινωνική συνοχή και ενότητα, που ήσαν απαραίτητες, για την αντιμετώπιση των εξωτερικών εχθρών, αφού γίνονταν εμφύλιοι πόλεμοι, ανάμεσα σε κάποια μέλη της δυναστείας των Παλαιολόγων (όπως στον Ανδρόνικο το Β΄ και τον Ανδρόνικο το Γ΄).
Εικόνα 1: Ο αυτοκράτορας, Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος.
Συγχρόνως, καταργήθηκε το βυζαντινό ναυτικό (από τον Ανδρόνικο το Β΄ και το επανέφερε ο Ανδρόνικος ο Γ΄) και το εμπόριο, το ήλεγχαν πλήρως οι Βενετοί και γενικώς, οι δυτικοί, οι οποίοι ζούσαν στις διάφορες παροικίες, εντός της Κωνσταντινούπολης (εκτός από τους Βενετούς, ζούσαν εντός της Πόλης, οι Καταλανοί και οι Γενουάτες). Επομένως, κατανοούμε ότι, η βυζαντινή αυτοκρατορία παράκμαζε, σ’ όλους τους τομείς.
Όπως αναφέραμε, οι Οθωμανοί Τούρκοι εμφανίστηκαν τον 12ο και 13ο αιώνα. Κατέκτησαν πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας, που ανήκαν τόσο στο Βυζάντιο όσο και στους Σελτζούκους Τούρκους, ενώ διείσδυσαν και στη Βαλκανική χερσόνησο.
Πρώτος σουλτάνος και ιδρυτής τους, θεωρείται ο Οθμάν ή ο Οσμάν ο Α΄ και ως εκ τούτου, ονομάστηκαν Οθωμανοί. Μετά τον Οσμάν, ήταν ο Ορχάν Γαζή, που κατέλαβε τη Προύσα (σημερινή πόλη της Τουρκίας) και την έκανε τη πρώτη πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους. Έπειτα, σουλτάνος έγινε ο Μουράτ ο Α΄, ο οποίος κατέλαβε ευρωπαϊκά εδάφη στη Βαλκανική χερσόνησο (μάχη του Κοσσυφοπεδίου 1389). Μετά ανέλαβε, ο γιος του, Βαγιαζήτ ο Α΄, ο οποίος προσπάθησε να καταλάβει τη Κωνσταντινούπολη, αλλά επέστρεψε πίσω στη Προύσα, για να αντιμετωπίσει το Ταμερλάνο, τον αρχηγό των Μογγόλων, όπου και ηττήθηκε στη μάχη της Άγκυρας (ο Βαγιαζήτ) το 1402 και μετά από αυτή την ήττα, επικράτησε αναρχία, εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Έπειτα, το 1421, ανέλαβε σουλτάνος ο Μουράτ ο Β΄, ο οποίος επανέφερε τη τάξη στους κόλπους της αυτοκρατορίας και συνέχισε τις κατακτήσεις του, επεκτείνοντας περαιτέρω την αυτοκρατορία και το 1451, ανέλαβε σουλτάνος, μετά το θάνατο του Μουράτ του Β΄, ο γιος του, Μωάμεθ ή Μεχμέτ ο Β΄ ο πορθητής. Άρα, καταλαβαίνουμε ότι, οι σουλτάνοι της συγκεκριμένης περιόδου, επέκτειναν, κατά πολύ, την αυτοκρατορία τους, τόσο στη Μικρά Ασία όσο και στα Βαλκάνια και την είχαν καταστήσει μια ισχυρή δύναμη της περιοχής.
Από την άλλη πλευρά, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, της ίδιας περιόδου, προσπαθούσαν να κρατήσουν τα εδάφη, που κατείχαν, αλλά αυτό, ήταν δύσκολο και να αναδιοργανώσουν το στρατό τους. Ταυτόχρονα, ζητούσαν βοήθεια από τα κράτη της δύσης και το Πάπα, για να τους παράσχουν στρατιωτική βοήθεια, με σκοπό να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς. Οι αυτοκράτορες Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος, Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος και Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, ζήτησαν επανειλημμένως τη βοήθεια των δυτικών κρατών, αλλά δε βρήκαν θετική ανταπόκριση.
Αντίθετα, τα δυτικά κράτη και ο Πάπας, ζητούσαν ορισμένα ανταλλάγματα, για την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας. Τότε, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, πρότεινε στο Πάπα την ένωση των δύο Εκκλησιών, που είχαν αποσχιστεί, από το σχίσμα του 1054, όπου θεωρούσε (ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος) ότι, με την ένωση των δύο Εκκλησιών, ο Πάπας και τα υπόλοιπα δυτικά κράτη, θα έστελναν στρατιωτική βοήθεια στους Βυζαντινούς.
Το 1438 έως το 1439, πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος της Φερράρας- Φλωρεντίας, η οποία έλαβε χώρα στις δύο πόλεις της ιταλικής χερσονήσου. Στη Σύνοδο συμμετείχε, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, μεταβαίνοντας στις δύο πόλεις. Ο Πάπας, ήθελε να αναγνωριστεί η πρωτοκαθεδρία του από τους Βυζαντινούς και εν τέλει, αυτό έγινε.
Αφού, συμφώνησαν για την ένωση των δύο Εκκλησιών, ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, επιστρέφοντας πίσω στην Κωνσταντινούπολη, συνάντησε πολλές αντιδράσεις από τους ανθενωτικούς, δηλαδή αυτούς, οι οποίοι δεν ήθελαν την ένωση των δύο Εκκλησιών και ως εκ τούτου, υπήρχε διχόνοια, μεταξύ των Βυζαντινών κατοίκων της Πόλης. Επικεφαλής των ανθενωτικών, ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος, ο μετέπειτα Πατριάρχης Γεννάδιος Β΄, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να αναφέρουμε ότι, παρ’ ότι, η ένωση επετεύχθη, ο Πάπας και τα δυτικά κράτη, δεν έστειλαν στρατιωτική βοήθεια στους Βυζαντινούς.
Η προετοιμασία της πολιορκίας και οι δύο αντίπαλοι στρατοί:
Όπως αναφέραμε, το 1451, σουλτάνος ανέλαβε ο Μωάμεθ ή Μεχμέτ ο Β΄ ο πορθητής, σ’ ηλικία 19 ετών. Το 1448, απεβίωσε ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος και αυτοκράτορας, στέφθηκε ο αδελφός του και δεσπότης του Μυστρά (οικισμός του νομού Λακωνίας, εγγύς της Σπάρτης), ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος. Μάλιστα, στέφθηκε αυτοκράτορας στο Μυστρά και μετά, ανεχώρησε για τη Κωνσταντινούπολη.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος Δραγάσης, υπήρξε ένας ικανός και μετριοπαθής στρατιωτικός. Φτάνοντας στη Κωνσταντινούπολη, κατάλαβε αμέσως ότι, η κατάσταση ήταν δυσχερή και άρχισε να προετοιμάζει τη στρατιωτική άμυνα της πρωτεύουσας του Βυζαντίου. Εδώ, πρέπει να τονιστεί ότι, τα εδάφη, που κατείχε, το Βυζαντινό κράτος, ήσαν η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρα της, η Πελοπόννησος ή όπως, ονομαζόταν «Το δεσποτάτο του Μορέως» και λίγα νησιά του Αιγαίου πελάγους.
Συνάμα, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δε μπορούσε να στρατολογήσει πολλούς μάχιμους στρατιώτες και διέθετε ελάχιστους οικονομικούς πόρους, για να αναδιοργανώσει το στρατό των Βυζαντινών. Επομένως, γίνεται κατανοητό ότι, έπρεπε να αναζητήσει συμμάχους, ώστε να τον βοηθήσουν.
Προσπάθησε να νυμφευθεί (ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος), για να βρει συμμάχους, αλλά εν τέλει δε το κατάφερε. Παράλληλα, ανακατασκεύασε τα τείχη της Βασιλεύουσας, εκβάθυνε τη τάφρο και τοποθέτησε στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου, μια μεγάλη αλυσίδα, η οποία θα εμπόδιζε τη διέλευση των πλοίων και τη φρούρηση της, την ανέλαβαν οι Γενουάτες.
Την ίδια στιγμή, τη 12η Δεκεμβρίου του 1452, τελέστηκε Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία, για να εορταστεί η Ένωση των δύο Εκκλησιών, συμμετείχε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο καρδινάλιος Ισίδωρος, αρκετοί ευγενείς και απλοί πολίτες. Όμως, οι ανθενωτικοί προσβλήθηκαν και ξεχύθηκαν στους δρόμους και διαμαρτύρονταν για την ένωση. Μάλιστα, εντός της Πόλης, ο Βυζαντινός αξιωματούχος Λουκάς Νοταράς, ο οποίος ανήκε στους ανθενωτικούς έλεγε τα εξής: «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν», δηλαδή ότι, προτιμά να κατακτηθεί η Πόλη από τους Οθωμανούς παρά από τους δυτικούς.
Εικόνα 2: Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος.
Συγχρόνως, ζήτησε τη βοήθεια των διάφορων δυτικών παροικιών, οι οποίοι ζούσαν εντός της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή των Βενετών, των Γενοβέζων και των Καταλανών και αυτοί δέχτηκαν. Επιπλέον, ήλθαν και μερικοί εκατοντάδες εθελοντές, όπως οι γενοβέζοι Μαουρίτσιο Καττανέο από τη Χίο, οι Βενετοί αδελφοί Μποκκιάρντι και οι εμποροπλοίαρχοι Τζιάκομο Κόκο, Αλβίζε Ντιέντο και Γκαμπριέλε Τρεβιζάν κ.αλ. Τον Ιανουάριο του 1453, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, ο Γενοβέζος ικανός στρατιωτικός, Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι Λόνγκο ή Ιωάννης Ιουστινιάνι, μαζί με εφτακόσιους στρατιώτες. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, του ανέθεσε την αρχιστρατηγία για την άμυνα της Πόλης. Υπολογίζεται ότι, οι Βυζαντινοί μαζί με τους συμμάχους τους, ήσαν 7.000 έως 9.000 στρατιώτες.
Από την άλλη πλευρά, ο Μωάμεθ ο Β΄, αφού τακτοποίησε τα εσωτερικά ζητήματα της αυτοκρατορίας, ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την επερχόμενη πολιορκία. Αρχικά, διαβεβαίωνε ψευδώς τους Βυζαντινούς ότι, δεν επρόκειτο να επιτεθεί εναντίον τους. Στη συνέχεια, μετέβη στη Καραμανία, όπου ο Ιμπραήμ μπέης, ήταν έτοιμος να εξεγερθεί και να συνάψει συμμαχία με τον Ούγγρο ηγεμόνα Ιωάννη Ουνιάδη και εν τέλει υπέγραψε συνθήκες ειρήνης και με τους δύο.
Εικόνα 3: Ο σουλτάνος, Μωάμεθ Β΄ ο πορθητής.
Έπειτα, ανακατασκεύασε το οχυρό «Ρουμελί Χισάρ», που βρίσκεται στην ανατολική ακτή του Βοσπόρου και από εκεί, ήλεγχε όλη τη περιοχή. Στη συνέχεια, συγκέντρωσε το στρατό του στη περιοχή της ανατολικής Θράκης (αφού, η τότε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας ήταν η Αδριανούπολη), από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες, που υπάγονταν στους Οθωμανούς.
Σύμφωνα, με ορισμένες πηγές, συγκεντρώθηκαν 80.000 έως 100.000 στρατιώτες, εκ των οποίων 12.000, ήτο το επίλεκτο σώμα των γενιτσάρων (εξισλαμισμένοι στρατιώτες), το οποίο ήταν και η προσωπική φρουρά του σουλτάνου, υπήρχαν 20.000 ιππείς και συν τοις άλλοις, εντός του πολυάριθμου οθωμανικού στρατού, είχαν ενταχθεί Σέρβοι και Βούλγαροι στρατιώτες. Επομένως, κατανοούμε ότι, οι Βυζαντινοί μαζί με τους συμμάχους τους, ήσαν αριθμητικά πολύ λιγότεροι.
Επιπρόσθετα, κατασκευάστηκε από τον Ούγγρο κατασκευαστή Ουρβανό, τον Ιανουάριο του 1453, μια τεράστια βομβάρδα, δηλαδή ένα μεγάλο κανόνι, το οποίο έριχνε πέτρινα βλήματα, ζύγιζε εξακόσια κιλά, είχε μήκος εννέα μέτρα και για τη μεταφορά του, χρειάστηκαν εξήντα βόδια. Συγχρόνως, ο Μωάμεθ ο Β΄, αντιλήφθηκε ότι, για να εγκλωβίσει περαιτέρω τους πολιορκημένους, έπρεπε να τους αποκλείσει και από τη θάλασσα. Γι’ αυτό, συγκρότησε ένα στόλο, ο οποίος αποτελείτο από 150 πλοία και επικεφαλής τέθηκε, ο Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου, ο οποίος ήτο βουλγαρικής καταγωγής. Όλα λοιπόν, ήταν έτοιμα, για να ξεκινήσει η πολιορκία.
Η πολιορκία:
Στις 5 Απριλίου του 1453, άρχισε η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Πριν την επίθεση, ο Μωάμεθ ο πορθητής ζήτησε την ειρηνική παράδοση της Πόλης και υποσχέθηκε ότι, θα σεβαστεί τη ζωή και τα υπάρχοντα των κατοίκων της. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος την απέρριψε και ξεκίνησε η επίθεση.
Αρχικά, οι Οθωμανοί λεηλάτησαν τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, για να μη μπορέσουν οι κάτοικοι τους, να τροφοδοτήσουν τους πολιορκημένους, με διάφορα είδη βασικής ανάγκης (όπως το σιτάρι).Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τοποθέτησε το στρατηγείο του κοντά στη πύλη του Αγίου Ρωμανού και ο Ιουστινιάνι τοποθέτησε το δικό του, αρχικά στο τμήμα των τειχών, που ονομαζόταν μυριάνδριον και μετά κινήθηκε στο μεσοτείχιον.
Συνάμα, ο Μεχμέτ τοποθέτησε το στρατηγείο του απέναντι από το Παλαιολόγο και εκεί βρισκόταν και η μεγάλη βομβάρδα, που είχε κατασκευάσει ο Ουρβανός. Στη περιοχή της συνοικίας του Πέραν, υπήρχαν στρατιωτικές μονάδες, υπό το Ζαγανό πασά και Καρατζά μπέη. Στη δεξιά πτέρυγα του οθωμανικού στρατού, βρίσκονταν στρατιώτες από τις επαρχίες της Μικράς Ασίας, υπό τη διοίκηση του Μουσταφά πασά, ενώ στην αριστερή υπήρχαν στρατιωτικές μονάδες των βασιβουζούκων, υπό το Τουραχάν Μπειλέρμπεη.
Τις δύο πρώτες εβδομάδες, οι πολιορκητές προσπαθούσαν να κάμψουν την ψυχολογία των αμυνόμενων και να καταστρέψουν τα τείχη, με συνεχείς κανονιοβολισμούς. Συγχρόνως, κατέλαβαν τα νησιά, που βρίσκονταν στη Προποντίδα (το Στούδιον και το οχυρωμένο πύργο στο Πρίγκηπο) και στο Βόσπορο (τα Θεραπειά), παρά τη γενναία αντίσταση των κατοίκων τους, οι οποίοι σφαγιάστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν.
Στις 12 Απριλίου, ο οθωμανικός στόλος προσπάθησε να εισέλθει στο Κεράτιο κόλπο, αλλά δε τα κατάφερε. Όσον αφορά στη ξηρά, οι Οθωμανοί επιτίθονταν στα τείχη της Πόλης, αλλά οι αμυνόμενοι απέκρουαν επιτυχώς τις επιθέσεις τους. Παράλληλα, τα τείχη, τα οποία είχαν υποστεί φθορές, λόγω των κανονιοβολισμών, τα συντηρούσαν οι στρατιώτες μαζί με τους κατοίκους της Πόλης τη νύχτα. Μάλιστα, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ότι, ένα μέρος των τειχών, κατεδαφίστηκε από τους κανονιοβολισμούς και οι πολιορκημένοι, τοποθέτησαν, ένα φράχτη, ο οποίος αποτελείτο από σάκους με άμμο, χώμα, δοκάρια κ.αλ. και το ανακατασκεύαζαν διαρκώς.
Όμως, παρά τη γενναιότητα, την οποία έδειχναν οι αμυνόμενοι, αν δεν ερχόταν βοήθεια από τα δυτικά κράτη, δηλαδή τρόφιμα και πολεμοφόδια, οι Βυζαντινοί και οι σύμμαχοι τους, θα εξαντλούνταν.
Στις 20 Απριλίου, τρία γενοβέζικα πλοία και ένα βυζαντινό μεταγωγικό πλοίο, στο οποίο κυβερνήτης, ήταν ο Φλαντανελλάς, έπλευσαν προς τη Προποντίδα, για να ενισχύσουν με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα πολεμοφόδια τους πολιορκημένους. Τα τέσσερα πλοία, έγιναν αντιληπτά τόσο από τους Βυζαντινούς όσο και από τους Οθωμανούς. Ο σουλτάνος, διέταξε να τα βυθίσουν. Τότε, τα οθωμανικά πλοία κινήθηκαν εναντίον τους και ακολούθησε σφοδρή μάχη.
Τα τέσσερα πλοία όντας μεγαλύτερα, κατάφεραν να αποκρούσουν τα οθωμανικά, αλλά σε κάποια στιγμή, επειδή σταμάτησε ο άνεμος, τα τέσσερα πλοία παρασύρθηκαν προς τη βάση του οθωμανικού στόλου, αλλά και πάλι, αντιμετώπισαν επιτυχώς τις επιθέσεις των οθωμανικών πλοίων.
Μάλιστα, ο ίδιος ο Μεχμέτ Β΄ ο πορθητής, μπήκε έφιππος με το άλογο του, εντός της θάλασσας, για να δώσει οδηγίες στα οθωμανικά πλοία. Εν τέλει, τα τέσσερα πλοία, κατάφεραν να φτάσουν στη Πόλη, να εφοδιάσουν τους πολιορκημένους και ο Μεχμέτ, θυμωμένος μ’ αυτή την εξέλιξη, καθαίρεσε και μαστίγωσε, το Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου και επικεφαλής του στόλου, τέθηκε ο Χαμζά μπέης.
Έπειτα, ο σουλτάνος αντιλήφθηκε ότι, θα έπρεπε να θέσει, υπό τον έλεγχο του και το κεράτιο κόλπο, για να γίνει πιο στενή η πολιορκία. Αποφάσισε, να κατασκευαστεί μια ξύλινη εξέδρα, στην οποία θα τοποθετούνταν τα οθωμανικά πλοία και θα περνούσαν δια ξηράς, δηλαδή πίσω από τη συνοικία του Γαλατά και θα εισέρχονταν, εντός του κεράτιου κόλπου, όπερ και εγένετο.
Το βράδυ προς την 22η Απριλίου, ξεκίνησε η τολμηρή επιχείρηση. Πέρασαν εβδομήντα πλοία, ενώ παράλληλα, για να μη γίνουν αντιληπτά από τους αμυνόμενους, το οθωμανικό πυροβολικό κανονιοβολούσε τους πολιορκημένους. Το πρωί, οι Βυζαντινοί αντίκρυσαν τα οθωμανικά πλοία, να βρίσκονται εντός του κεράτιου κόλπου. Προσπάθησαν, να τα κάψουν με το υγρό πυρ, αλλά αυτό, δεν έγινε. Κατανόησαν ότι, ο κλοιός της πολιορκίας, έσφιγγε περαιτέρω.
Η γενική επίθεση και η άλωση:
Στις αρχές Μαίου, εκδηλώθηκαν νέες επιθέσεις των Οθωμανών, οι οποίες αποκρούστηκαν επιτυχώς από τους Βυζαντινούς.
Εικόνα 4: Σκηνή από τη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Πιο συγκεκριμένα: στις 7 Μαίου, οι Οθωμανοί επιτέθηκαν εναντίον του μεσοτειχίου, αλλά δε κατάφεραν να διασπάσουν την άμυνα των Βυζαντινών και υποχώρησαν. Έπειτα, οι πολιορκητές προσπάθησαν να διασπάσουν την άμυνα, σκάβοντας λαγούμια, κάτω από τα τείχη, αλλά καταστράφηκαν, μετά τις σωστές ενέργειες, που έκανε ο έμπειρος μηχανικός Γκραντ, ο οποίος έσκαβε ανθυπονόμους και κατέστρεψε τις υποστυλώσεις των Οθωμανών. Αυτό, συνεχίστηκε για λίγο και τις επόμενες ημέρες. Μετά, το βράδυ της 18ης Μαίου, οι πολιορκημένοι ανατίναξαν ένα ξύλινο πύργο, τον οποίο είχαν κατασκευάσει οι Οθωμανοί, για να παρέχει μεγαλύτερη προστασία στους στρατιώτες, που προσπαθούσαν να παραγεμίσουν τη τάφρο, για να διευκολύνουν τη πρόσβαση προς τα τείχη. Αυτό, αναπτέρωσε το ηθικό των Βυζαντινών.
Όμως, η κατάσταση παρέμενε δύσκολη τόσο για τους πολιορκημένους όσο και για τους πολιορκητές. Οι Βυζαντινοί ήταν εξαντλημένοι από τη πολιορκία και τα τρόφιμα τους τελείωναν. Από την άλλη πλευρά, το ηθικό των Οθωμανών ήταν πεσμένο, από τις συνεχείς αποτυχίες. Τότε, ο σουλτάνος αποφάσισε να λύσει τη πολιορκία, μέσω μιας ειρηνικής πρότασης. Πρότεινε στο Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, να παραδώσει αμαχητί τη Πόλη, εάν εκείνοι (οι Βυζαντινοί) δέχονταν να καταβάλλον ετήσιο φόρο 100.000 χρυσών νομισμάτων ή να εγκαταλείψουν ειρηνικά την Κωνσταντινούπολη.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αρνήθηκε, παρά τις ορισμένες πιέσεις, που δέχτηκε από μερικούς αυλικούς του, να εγκαταλείψει τη Πόλη. Μάλιστα, απάντησε στο σουλτάνο, συν τοις άλλοις και με την εξής φράση, που δείχνει τη γενναιότητα, που είχε: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ, κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν», δηλαδή ότι, δεν επρόκειτο να παραδώσει την Κωνσταντινούπολη στους Οθωμανούς.
Οι διαπραγματεύσεις έληξαν τη Παρασκευή 25 Μαίου. Επομένως, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και οι Βυζαντινοί ήσαν έτοιμοι να πολεμήσουν, μέχρις εσχάτων για τις αξίες και τα ιδανικά τους.
Στις 26 Μαίου, συνεδρίασε το συμβούλιο των Οθωμανών πασάδων και του σουλτάνου. Ο Χαλήλ πασάς πρότεινε να λυθεί η πολιορκία, ενώ ο Ζαγανό πασάς είπε ότι, έπρεπε να συνεχιστεί, αλλά εν τέλει επικράτησε η άποψη να συνεχιστεί. Ο Μεχμέτ, επιθεώρησε την επόμενη ημέρα το στρατό του και υποσχέθηκε στους στρατιώτες του ότι, εάν καταλάμβαναν τη Πόλη, θα μπορούσαν να τη λεηλατήσουν για τρεις ημέρες.
Την ίδια στιγμή, εντός της Πόλης, υπήρχαν διαφωνίες, ανάμεσα στους αμυνόμενους. Ειδικότερα:οι Βενετοί και οι Γενουάτες κατηγορούνταν μεταξύ τους, για το ποιος βοηθούσε περισσότερο στην υπεράσπιση τη Πόλης. Οι Βενετοί περιφρονούσαν τους Γενουάτες και τους κατηγορούσαν ότι, κρατούσαν μια ουδέτερη στάση και οι Γενουάτες υποστήριζαν ότι, αμύνονταν και πολεμούσαν καλύτερα από τους Βενετούς. Με λίγα λόγια, κατηγορούσαν ο ένας τον άλλο για το ποιος επιθυμούσε να εγκαταλείψει τη Πόλη και να σταματήσει να μάχεται. Όμως, η κατηγορία, που προσάψαν οι Βενετοί στους Γενουάτες, δηλαδή ότι, ήταν ουδέτεροι, ήταν ανυπόστατη, αφού ο Ιουστινιάνι, Γενουάτης στη καταγωγή, πολεμούσε στη πρώτη γραμμή θαρραλέα.
Μάλιστα, ένα άλλο χαρακτηριστικό περιστατικό των διαφωνιών, που υπήρχαν ανάμεσα στους πολιορκημένους, είναι η σύγκρουση, μεταξύ του Ιουστινιάνι και του Λουκά Νοταρά, που ζήτησε (ο Ιουστινιάνι) από το Νοταρά να του δώσει όσα πυροβόλα διέθετε, για να τα χρησιμοποιήσει στην άμυνα της επτάλοφης Πόλης. Όταν, όμως, αρνήθηκε να του τα δώσει, ο Ιουστινιάνι του φώναξε: «Προδότη, τι με κρατάει και δε σε σφάζω;», αλλά η περαιτέρω σύγκρουση μεταξύ τους σταμάτησε. Κοντολογίς, υπήρχε διχόνοια εντός των αμυνομένων, η οποία υπέθαλπε την ομόνοια.
Την 28η Μαίου, πραγματοποιήθηκε λιτανεία επάνω στα τείχη. Στη συνέχεια, κάλεσε (ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος), όλους τους στρατιώτες, Έλληνες και Λατίνους και τους μίλησε για την επερχόμενη επίθεση. Μίλησε με εμψυχωτικά και συγκινητικά λόγια και τόνισε ιδιαίτερα στους Έλληνες στρατιώτες ότι, είχε φτάσει η στιγμή, για να αγωνιστούν για τις αξίες και τα ιδανικά του ελληνισμού. Όλοι, Έλληνες και Λατίνοι, είχαν αφήσει πίσω τις αντιδικίες, που είχαν και ήσαν έτοιμοι για την τελική επίθεση. Το βράδυ της 28ης Μαίου, μετέβησαν όλοι στην Αγία Σοφία, όπου έγινε Θεία Λειτουργία και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κοινώνησε. Μετά, μετέβησαν όλοι στα τείχη για την επίθεση των Οθωμανών.
Η επίθεση των Οθωμανών, ξεκίνησε στη μία και μισή το πρωί της Τρίτης 29 Μαίου 1453. Αρχικά, επιτέθηκαν οι βαζιβουζούκοι, ένα στρατιωτικό σώμα ατάκτων, οι οποίοι ηττήθηκαν, μετά από δύο ώρες και υποχώρησαν. Στη συνέχεια, επιτέθηκαν τα στρατεύματα, που είχαν έρθει από τις επαρχίες της Μικράς Ασίας, αλλά δε κατάφεραν, να διασπάσουν την άμυνα και οπισθοχώρησαν. Μετά, ο Μεχμέτ, έριξε στο πεδίο της μάχης, το επίλεκτο σώμα των γενίτσαρων, οι οποίοι ήσαν οι πιο σκληροτράχηλοι πολεμιστές.
Οι πολιορκημένοι, για μία ώρα, απέκρουαν τις επιθέσεις τους. Όμως, σε κάποια στιγμή τραυματίστηκε σοβαρά από ένα βέλος, ο Ιουστινιάνι, ο οποίος ζήτησε να αποσυρθεί από το πεδίο της μάχης, επειδή δε μπορούσε να συνεχίσει. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, το παρακάλεσε να μείνει, αλλά, εν τέλει, οι άνδρες του (Ιουστινιάνι), το μετέφεραν στο πλοίο του και μετέβησαν στη Χίο, όπου απεβίωσε σε λίγες μέρες.
Την ίδια στιγμή, μια μικρή πύλη των τειχών, η κερκόπορτα, έμεινε ανοιχτή, χωρίς να γνωρίζουμε με ακρίβεια. Πιθανόν, κάποιος στρατιώτης θα τη ξέχασε ανοιχτή, τη στιγμή, που πηγαινοερχόταν στα τείχη. Τότε, κάποιοι Οθωμανοί στρατιώτες το αντιλήφθηκαν και εισήλθαν εντός των τειχών, περίπου πενήντα και άρχισαν να μάχονται με τους αμυνόμενους.
Στη συνέχεια, τοποθέτησαν ορισμένα οθωμανικά λάβαρα κοντά στη κερκόπορτα και τότε, κάποιος, βλέποντας τα οθωμανικά λάβαρα, φώναξε: «Η Πόλις εάλω». Μόλις, το άκουσαν οι Βυζαντινοί, έπεσε το ηθικό τους, ενώ οι Οθωμανοί αναπτέρωσαν. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πήγε στη κερκόπορτα να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς, αλλά πλέον είχαν εισέλθει αρκετοί. Εδώ, πρέπει να τονιστεί ότι, ενδεχομένως μπορεί να εισήλθαν ορισμένοι Οθωμανοί στρατιώτες, εντός της Κωνσταντινούπολης από την κερκόπορτα, αλλά αρκετοί μελετητές υιοθετούν την άποψη ότι, οι πολιορκητές εισέρχονταν από τη πύλη του Αγίου Ρωμανού, εντός της Πόλης.
Στη συνέχεια, ο αυτοκράτορας επέστρεψε στη πύλη του Αγίου Ρωμανού, που βρισκόταν, αλλά οι Τούρκοι είχαν αρχίσει, να εισέρχονται εντός της Βασιλεύουσας, από πολλά σημεία. Τότε, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πολέμησε με περίσσιο θάρρος, ανδρεία και γενναιότητα. Όταν περικυκλώθηκε από τους Οθωμανούς, είπε: «δεν υπάρχει ένας χριστιανός, να μου πάρει το κεφάλι». Έπεσε νεκρός, πολεμώντας ηρωικά, αλλά το πτώμα του, δε βρέθηκε και έτσι, δημιουργήθηκε ο μύθος του μαρμαρωμένου βασιλιά. Σύμφωνα με το Γεώργιο Σφραντζή, το γραμματέα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και έναν από τους τέσσερις ιστορικούς της αλώσεως (οι άλλοι τρεις ήταν ο Δούκας, ο Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος και ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης), κάποιος Έλληνας βρήκε το πτώμα του και το έθαψε, αλλά δεν είναι σίγουρο.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι, του έκοψαν το κεφάλι, ενώ σύμφωνα με το Φραντζή, όταν ο σουλτάνος ζήτησε να δει το πτώμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, κάποιοι Οθωμανοί στρατιώτες είπαν ότι, αναγνώρισαν έναν άνθρωπο, ο οποίος είχε τους αυτοκρατορικούς αετούς κεντημένους στις περικνημίδες του, αλλά ο Φραντζής αναφέρει ότι, δε το είδε.
Έπειτα, οι Οθωμανοί εισέρχονταν στη Πόλη και προέβησαν σε βάναυσες πράξεις, διαπράττοντας σφαγές εναντίον του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, λεηλασίες, βιασμούς και καταστροφές για τρεις μέρες. Σφαγιάστηκαν πολλοί άμαχοι, ανάμεσα τους γυναίκες και μικρά παιδιά, ενώ καταστράφηκαν πολλά κτήρια και βυζαντινά έγγραφα.
Όσοι κάτοικοι επέζησαν, πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής, ενώ τις βυζαντινές γυναίκες, οι Τούρκοι τις πήραν ως δούλες και τις κακομεταχειρίζονταν. Με λίγα λόγια, η καταστροφή, που υπέστη η Πόλη, ήταν μεγάλη. Ο σουλτάνος Μεχμέτ ο Β΄, εισήλθε στη Κωνσταντινούπολη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Έπειτα, την έκανε πρωτεύουσα (τη Πόλη), της αυτοκρατορίας του. Στη συνέχεια, εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε τζαμί.
Εικόνα 5: Ο σουλτάνος Μεχμέτ, εισέρχεται στην Κωνσταντινούπολη.
Στη συνέχεια, βλέποντας ότι, η Πόλη είχε ερημωθεί, δήλωσε ότι, όσοι Έλληνες ήταν ζωντανοί και είχαν φύγει από τη Πόλη, μπορούσαν να επιστρέψουν πίσω, επειδή ήθελε να τονώσει το πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης και συν τοις άλλοις, μετέφερε Έλληνες και άλλους βαλκάνιους λαούς, για να έρθουν και να εγκατασταθούν στη Πόλη. Παράλληλα, οι Βυζαντινοί λόγιοι κατέφυγαν στη δυτική Ευρώπη, όπου μετέφεραν μαζί τους το βυζαντινό πολιτισμό και συνεισέφεραν στοκίνημα της αναγέννησης, που επικράτησε τις επόμενες δεκαετίες, στη δυτική Ευρώπη.
Εδώ, πρέπει να αναφέρουμε ότι, ένα στρατιωτικό άγημα, το οποίο απαρτιζόταν από Κρήτες ναύτες, που φρουρούσε τρεις πύργους στο Κεράτιο κόλπο, συνέχιζε να αντιστέκεται έως το απόγευμα της 29ης Μαίου και δεν ήθελαν να παραδώσουν τα όπλα τους. Ο σουλτάνος Μεχμέτ, βλέποντας τη γενναιότητα τους, τους επέτρεψε να αποχωρήσουν από τη Πόλη, χωρίς να τους ενοχλήσουν και να πάρουν μαζί τους τα υπάρχοντα τους, όπερ και εγένετο. Αυτό το περιστατικό, μας δείχνει την ανδρεία, που έδειξαν όλοι οι υπερασπιστές της Βασιλεύουσας.
Επιπλέον, εξόντωσε όλους τους Βυζαντινούς και Λατίνους αξιωματούχους, οι οποίοι ενδεχομένως, θα μπορούσαν να εξεγερθούν και αποκεφάλισε τον Οθωμανό πρίγκηπα Ορχάν, ο οποίος ήταν ένας σφετεριστής της οθωμανικής εξουσίας και διέμενε, εντός της Κωνσταντινούπολης.
Όρισε πατριάρχη, τον ανθενωτικό Γεώργιο Σχολάριο, ο οποίος ονομάστηκε Γεννάδιος. Παράλληλα, για το δούκα Λουκά Νοταρά, τον άφησε να ζήσει μαζί με την οικογένεια του, αλλά μόλις αυτός (ο Νοταράς), αρνήθηκε να αφήσει το γιο του, να πάει σε μία εορταστική συνάθροιση, που έκανε ο σουλτάνος, ο Μεχμέτ τον σκότωσε μαζί με την οικογένεια του. Επιπρόσθετα, δήλωσε ότι, θα σεβαστεί τα δικαιώματα των Ελλήνων, αλλά, στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι Οθωμανοί προέβησαν σε σφαγές και αιχμαλωσίες των ελληνικών πληθυσμών και των άλλων λαών και υποχρέωσε τους Γενοβέζους να γκρεμίσουν τα τείχη γύρω από τη συνοικία του Πέραν, η οποία ονομάστηκε Γαλατάς και γενικά, επέτρεψε στους λατίνους, να διατηρήσουν τα εμπορικά προνόμια, που είχαν, προ της αλώσεως.
Επίλογος:
Καταληκτικά, η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους στις 29 Μαίου του 1453, αποτελεί ένα πολύ σημαντικό γεγονός της παγκόσμιας ιστορίας. Με τη κατάληψη της Πόλης, καταλύθηκε εξ ολοκλήρου η Βυζαντινή αυτοκρατορία (1460 καταλήφθηκε «το δεσποτάτο του Μορέως» και το 1461 η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που ήταν τα τελευταία προπύργια του Βυζαντίου) και άρχισε η περίοδος της τουρκοκρατίας, η οποία διήρκησε για σχεδόν τετρακόσια έτη, στα οποία οι Έλληνες, βρίσκονταν υπό το τουρκικό ζυγό. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος μαζί με τους στρατιώτες του, παρά την αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών, πολέμησαν με γενναιότητα, αντιστάθηκαν, αγωνίστηκαν για τα ιδεώδη της ελληνικής φυλής και αποτελούν παράδειγμα αυταπάρνησης και ηρωικής αντίστασης για όλους μας.
Βιβλιογραφία:
1) Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης-Νικόλαος Γ. Νικολούδης, «Ο Ύστερος Μεσαιωνικός κόσμος (11ος -16ος αιώνες), Βυζάντιο, Μεσαιωνική δύση, Ανατολή και ισλάμ, Βαλκάνια και Σλάβοι», Αθήνα 2007.
2) Σερ Έντουινν Πήαρς, «Η καταστροφή της ελληνικής αυτοκρατορίας- η άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453», επιμ. μτφρ Δάφνη Ανδρέου, Αθήνα 2005.
Επιμέλεια: Βαγγέλης Κούλης για το Hondos News.