Οι οπλαρχηγοί καταλάβαιναν ότι δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν κατά μέτωπο και ήλπιζαν ότι αποκλείοντας τις στενές διαβάσεις της Στερεάς θα εμπόδιζαν την επικοινωνία με τις βάσεις του. Παρά το μεγάλο όγκο αυτού του στρατού – χειμάρρου, που απ’ όπου περνούσε σκορπούσε τον τρόμο και τον πανικό, η θερινή αυτή εκστρατεία είχε και μειονεκτήματα.
Παρ’ ότι οι τοπικοί Τούρκοι ηγέτες τον συμβούλευσαν να κάνει ορμητήριό του την Κόρινθο, αυτός είχε την δική του άποψη και έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, ο Δράμαλης προελαύνει προς το Ναύπλιο για να λύσει την πολιορκία του. Αφού κατέλαβε τον Ακροκόρινθο, προχώρησε και έλυσε εύκολα την πολιορκία του Ναυπλίου.
Μόλις μαθεύτηκε ότι ο Δράμαλης με τον στρατό του πλησιάζει στο Άργος, επικράτησε μεγάλη σύγχυση στους Έλληνες, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πληροφορήθηκαν τη λύση της πολιορκίας του Ναυπλίου. Κυβέρνηση και βουλευτές αναχώρησαν πανικόβλητοι από το Άργος για τους Μύλους και από εκεί στα πλοία. Τη δύσκολη αυτή στιγμή όρθωσε το ανάστημά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο κήρυξε πανστρατιά, ενώ με δραστικά μέτρα και συντονισμένες ενέργειες κατόρθωσε να περιορίσει τον στρατό του Δράμαλη στην πεδιάδα της Αργολίδος και να ματαίωση την πορεία του προς την Τριπολιτσά.
(Μαχμούτ, Δράμαλης πασάς και Θεόδωρος Κολοκοτρώνης)
Η παραπλάνηση:
Οι Έλληνες ενέκριναν το σχέδιο του Κολοκοτρώνη να καταληφθούν καίριες θέσεις για να αποκλειστεί ο Δράμαλης στην Αργολίδα, να απασχοληθεί ο Δράμαλης με την πολιορκία του κάστρου του Άργους για να χάσει χρόνο, να εφαρμόσουν τακτική «καμένης γης», καταστρέφοντας τα σπαρτά της επαρχίας ώστε να εξολοθρευθούν οι Τούρκοι από λιμό.
Μέρα με τη μέρα ο οθωμανικός στρατός άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά επισιτιστικά προβλήματα και αρρώστιες. Επιπλέον, το καλοκαίρι του 1822 ήταν ιδιαίτερα θερμό, την άνοιξη υπήρξαν λίγες βροχοπτώσεις και τα περισσότερα πηγάδια και ρέματα γύρω από το Άργος είχαν στερέψει. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Δράμαλης άρχισε να σκέπτεται σοβαρά τη διακοπή της εισβολής και την επάνοδο στην Κόρινθο.
Έπειτα από αυτή την καθυστέρηση ο εχθρικός στρατός βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση λόγω έλλειψης νερού και τροφών. Δεδομένου ότι ο τουρκικός στόλος δεν είχε αφιχθεί στον Αργολικό κόλπο, ο Δράμαλης δεν είχε άλλη διέξοδο και αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο. Οι αναμενόμενες ενισχύσεις από Λάρισα ήταν αδύνατο να έλθουν, αφού τα στενά της Μεγαρίδας φυλάγονταν από τους Βιλιώτες και Περαχωρίτες, ενώ βορειότερα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν έτοιμος να αποκόψει τον εφοδιασμό από Λαμία και Λάρισα. Προτού υποχωρήσει ο Δράμαλης, προσπάθησε μάταια να παραπλανήσει τους Έλληνες. Έστειλε αγγελιαφόρο με ψεύτικα γράμματα, που έγραφαν πως τάχα πήγαινε προς Τρίπολη, έτσι θα επέστρεφε στην Κόρινθο ανενόχλητος.
Η Μάχη:
Ο Κολοκοτρώνης, αντιλαμβανόμενος τη δεινή θέση του εχθρού και παραμερίζοντας τις επιφυλάξεις του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και άλλων οπλαρχηγών, έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του. Ο ίδιος θα καταλάμβανε τα Δερβενάκια, ενώ οι άλλοι οπλαρχηγοί θα έμεναν στις θέσεις τους σε περίπτωση που ο Δράμαλης συνέχιζε προς Τρίπολη. Ο Κολοκοτρώνης με 2.500 άνδρες κατευθύνθηκε στον Άγιο Γεώργιο Νεμέας (ΒΔ του στενού των Δερβενακίων), προκειμένου να αποκλείσει τις διαβάσεις.
Τέσσερις δρόμοι οδηγούσαν προς Κόρινθο. Ο πρώτος, του Αγίου Γεωργίου, ομαλότερος αλλά μακρύτερος: μετά το Φίχτι έκλινε δυτικά προς Άγιο Γεώργιο, από κει προς πεδιάδα Κουρτέσας και Κόρινθο.
Την προηγουμένη της μάχης, ο Κολοκοτρώνης ανέβηκε στη στέγη ενός σπιτιού και εμψύχωσε τους μαχητές με μια ομιλία που διασώζει ο Φωτάκος. Άρχισε λέγοντας «Έλληνες, σήμερα εγεννήθημεν και σήμερα θα πεθάνωμεν δια την σωτηρίαν της πατρίδος μας και δια την εδικήν μας" και συνέχισε: «Σήμερα ο καθείς από εμάς θα καταδιώκη πολλούς, θα πάρητε λάφυρα πολλά και θησαυρούς του Αλή Πασά θα τους μοιράζετε με το φέσι τα φλωριά, όπου τα έχουν οι Τούρκοι, είναι χρήματα χριστιανικά. Τα είχεν ο τύραννος της Ηπείρου παρμένα από τους αδελφούς μας. Ο Άγιος Θεός μας τα έστειλε και είναι κελεπούρι δικό μας. Αύριον αυτήν την στιγμήν θα σας ιδώ όλους με τ' άρματα των Τούρκων, με τ' άλογά τους, λαμπροφορεμένους με τα ρούχα τους. Ο Θεός είναι με ημάς να μή σας μέλλη τίποτε»
Ο δεύτερος, του Δερβενακίου ή «Αφεντικός»: βόρεια του χωριού Φίχτι άρχιζε το στενό του Δερβενακίου, περνούσε από τη ρεματιά ανάμεσα στις Χρυσοκουμαριές (δυτικά) και τον Ανεμόμυλο (ανατολικά) και μετά άρχιζε φαράγγι που κατέληγε στο Χάνι του Ανέστη έχοντας αριστερά το Αγριλόβουνο και δεξιά την Παναγόρραχη. Στο νότιο στόμιο της χαράδρας βρισκόταν το Παληόχανο. Ο «αφεντικός» αυτός δρόμος, λιθόστρωτος στα περισσότερα σημεία του, ήταν πολύ συνηθισμένος εκείνη την εποχή.
Ο τρίτος δρόμος, του Αγίου Σώστη (επίσης πολυσύχναστος): άρχιζε από το Χαρβάτι (Μυκήνες), περνούσε από την Παναγόρραχη και τη δυτική πλευρά του Τρίκορφου, συνέχιζε στη μονή Αγ. Σώστη και οδηγούσε στην Κουρτέσα. Ήταν μεν συντομότερος του Δερβενακίου, αλλά έφθανε σε μεγαλύτερο ύψος.Ο τέταρτος και συντομότερος, του Αγιονορίου (αρχ. «Κοντοπορεία»): περνούσε από το Μπερμπάτι (Πρόσυμνα), διακλαδωνόταν στο Στεφάνι και από εκεί μέσω της κλεισούρας Αγιονορίου έφθανε στην Κλένια.
Ο Κολοκοτρώνης, αδυνατώντας να αποκλείσει τις διαβάσεις, κατέλαβε ο ίδιος με 800 άνδρες τις Χρυσοκουμαριές, ενώ έστειλε 700 άνδρες υπό τον Γεώργιο Δημητρακόπουλο στο Αργιλόβουνο, 700 υπό τον Αντώνη Κολοκοτρώνη κ.ά. στην Παναγόρραχη, 150 υπό τον παπα-Δημήτρη Χρυσοβιτσιώτη στο χωριό Ζαχαριά. Για να αποτρέψει τον εχθρό να στραφεί προς τον Αγ. Γεώργιο, τοποθέτησε μεταξύ Αγ. Γεωργίου και Δερβενακίου ένα ψευδοστράτευμα με ζώα, κάπες και φέσια αγωνιστών, που από μακριά έμοιαζαν με ισχυρό συγκεντρωμένο στράτευμα. Παράλληλα ζήτησε από τους Πλαπούτα, Παπανίκα, Νικηταρά και τους Φλεσσαίους να έλθουν για ενίσχυση.
Το μεσημέρι της 26ης Ιουλίου η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων έφθασε στη θέση Παληόχανο, αλλά ο Κολοκοτρώνης τους άφησε να προχωρούν ανυποψίαστοι μέχρι την άφιξη και του υπόλοιπου στρατού. Όταν πλέον το κύριο σώμα του εχθρού είχε εμφανιστεί, διατάχθηκε επίθεση, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να τραπούν προς τον Αγ. Σώστη.
Εκεί δεν είχε φθάσει ακόμη ο Νικηταράς και αρκετοί πεζοί και ιππείς πέρασαν στην Κουρτέσα. Οι υπόλοιποι καταδιώχθηκαν ανελέητα από τους άνδρες που βρίσκονταν στην Παναγόρραχη, το Αγριλόβουνο και τις Χρυσοκουμαριές. Ο Αντ. Κολοκοτρώνης τους εμπόδισε να στραφούν προς την Παναγόρραχη (απ’ όπου θα διασώζονταν προς την Κουρτέσα) και τους έστρεφε προς τη μονή Αγ. Σώστη, ελπίζοντας ότι εκεί τους περίμενε ο Νικηταράς. Παράλληλα ο Κολοκοτρώνης διέταξε τον Δημητρακόπουλο να αφήσει το Αγριλόβουνο και να ενισχύσει τον Αντώνη Κολοκοτρώνη.
Όταν τελικά ο Νικηταράς έφθασε μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς στον Αγ. Σώστη, αποκλείστηκαν πλέον όλες οι γύρω οχυρές διαβάσεις και έτσι ελεγχόταν η ζεύξη των μονοπατιών μεταξύ Αγ. Σώστη και Δερβενακίου. Την ελληνική επίθεση (που κράτησε και μετά τη δύση του Ηλίου) ακολούθησε πανικός και σύγχυση του εχθρού, που οδήγησε σε άτακτη φυγή. Σκηνές φρίκης εκτυλίχθηκαν. Η ρεματιά γέμισε στοιβαγμένους νεκρούς, τραυματίες και ζώα. «Ο βράχος, η λαγκαδιά έγινε ένα από τα κουφάρια», σημειώνει ο Νικηταράς. Η φονική αυτή μάχη είχε μεγάλες απώλειες για τους Τούρκους: περίπου 2.500 – 3.000 νεκρούς και τραυματίες και πάρα πολλά λάφυρα.
Το τέλος του Δράμαλη:
Η συντριβή της στρατιάς του στα Δερβενάκια και στο Αγιονόρι έσωσε την Επανάσταση στην Πελοπόννησο και – όπως συνηθίζεται – έμεινε ως θρύλος στη λαϊκή μνήμη. Ο Κολοκοτρώνης, ως εμπνευστής της διπλής νίκης (στην οποία συνέβαλαν ο Νικηταράς και άλλοι οπλαρχηγοί), απέκτησε μεγάλο κύρος και αναδείχθηκε αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων. Λίγο αργότερα του επιφυλάχτηκε από το λαό θερμή υποδοχή στην Τρίπολη, προκαλώντας το φθόνο των πολιτικών και αρχόντων, οι οποίοι ένιωθαν την «προ αμνημονεύτων ετών» εξουσία τους αποδυναμωμένη, ενώ ο Δράμαλης το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου πέθανε από τη λύπη του στην Κόρινθο.
Επιμέλεια: Σωτήρης Σουχλέρης για το Hondos News.